Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

Παγκοσμιοποίηση: Τα «περίεργα» μιας συζήτησης – Α’ Μέρος

Το δίλημμα έχει τεθεί, σε μια συζήτηση που διεξάγεται και έχει πάρει παγκόσμιες διαστάσεις: Παγκοσμιοποίηση ή προστατευτισμός; Το δίλημμα αυτό το έφερε στην επιφάνεια, κατά κύριο λόγο, η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ και η πολιτική που εξάγγειλε ότι θα ακολουθήσει.

Ουσιαστικά ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ότι θα προσπαθήσει να καλυτερεύσει τις σχέσεις των ΗΠΑ με τη Ρωσία, θα αντιπαρατεθεί απέναντι στην Κίνα και θα ακυρώσει τις συμφωνίες, που έχει υπογράψει η προηγούμενη ηγεσία των ΗΠΑ με την Κίνα για τις περιφερειακές οικονομικές ενώσεις, θα καταφύγει στον προστατευτισμό βάζοντας δασμούς στα ξένα προϊόντα και ιδιαίτερα στα προϊόντα της Κίνας, ανοίγοντας μ’ αυτόν τον τρόπο έναν εμπορικό πόλεμο των ΗΠΑ με την Κίνα, και όχι μόνο, θα διαφοροποιήσει τη στάση του απέναντι στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα επανεξετάσει τη συμφωνία με το Ιράν, που αφορούσε το πυρηνικό της πρόγραμμα, χαρακτήρισε ως «έξυπνη» κίνηση την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με αποτέλεσμα να πάρει μια προειδοποίηση από τον Γιουνκέρ «να μην προσπαθήσει να διαλύσει την Ευρωπαϊκή Ένωση», τέλος, ότι θα πάρει μέτρα για τους πρόσφυγες και τις μεταναστευτικές ροές!

Για τις απόψεις του αυτές ο Ντόναλντ Τραμπ κατηγορήθηκε ότι είναι ακροδεξιός, ότι συντάσσεται με ακροδεξιές δυνάμεις στην Ευρώπη, με αυταρχικά καθεστώτα και προσωπικότητες, ότι είναι πιο φίλος με τον Πούτιν αντί με τους παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ, ότι θέτει σε κίνδυνο τις παγκόσμιες ισορροπίες, τη συνοχή του ΝΑΤΟ, την ενότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (με το να κατηγορεί τη Γερμανία), ότι ευνοεί τον προστατευτισμό και εγκαινιάζει μια περίοδο, που οι ΗΠΑ θα ακολουθήσουν μια πολιτική εσωστρέφειας, ότι παρεμβάλλει σοβαρά εμπόδια στην παγκοσμιοποίηση.

Το δίλημμα επί της ουσίας ήταν και το πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ των υποψηφίων, κατά την προεκλογική περίοδο, για την ανάδειξη του νέου προέδρου των ΗΠΑ και ουσιαστικά αντικατοπτρίζει και μια εσωτερική κατάσταση που έχει ήδη διαμορφωθεί στις ΗΠΑ.

Αυτή η αντιπαράθεση βλέπουμε να συνεχίζεται και σήμερα στο έδαφος των ΗΠΑ με το Μπαράκ Ομπάμα, την ώρα που αποχωρεί, να δηλώνει ότι θα είναι «παρών» στις πολιτικές εξελίξεις και ειδικά εάν διαπιστώσει ότι απειλούνται οι αξίες και η δημοκρατία στις ΗΠΑ. Η Άνγκελα Μέρκελ διατύπωσε το ίδιο πράγμα με διαφορετικό τρόπο: «Δεν πρέπει να απειληθούν οι Δυτικές αξίες», προειδοποίησε σαφώς τον Τραμπ! Την ίδια στιγμή φαίνεται ότι οι προετοιμασίες για την επόμενη προεδρική εκλογική μάχη έχουν μάλλον αρχίσει από τώρα στις ΗΠΑ, ενώ κανείς δε μπορεί να αποκλείσει την οποιαδήποτε πολιτική εξέλιξη, που να αφορά στην παραμονή του Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, γιατί πολλά λέγονται γύρω από αυτό το θέμα.

Δεν είναι άσχετο και το γεγονός ότι η συζήτηση αυτή, γύρω από την πολιτική του Τραμπ, απασχόλησε με ένταση και τις συνομιλίες Ομπάμα – Μέρκελ, κατά την επίσκεψη του Μπαράκ Ομπάμα στο Βερολίνο. Από τα αστικά διεθνή ΜΜΕ δόθηκε μια ιδιαίτερη ερμηνεία. Παρουσιάστηκε σαν παράδοση της ηγεσίας του Δυτικού καπιταλιστικού κόσμου και της υπεράσπισης των αξιών του από το Μπαράκ Ομπάμα στην Άνγκελα Μέρκελ ενάντια στις απόψεις του Τραμπ, ενάντια στον προστατευτισμό και υπέρ της παγκοσμιοποίησης.

Ακόμη και πριν την έναρξη των εργασιών του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός ο ιδρυτής του Κλάους Σβαμπ παρατήρησε ότι ο κόσμος βυθίζεται σε «μια θάλασσα πεσιμισμού, αρνητικότητας και κυνισμού», ενώ από το διεθνή Τύπο παρουσιάστηκε ότι το Φόρουμ θα διεξαχθεί «υπό τη σκιά του λαϊκισμού».

Την ίδια στιγμή γινόταν έντονα λόγος τόσο για τους ηγέτες που δε θα παρευρίσκονταν αλλά και για τους ηγέτες που θα παρευρίσκονταν.

Κατά τη διάρκεια των εργασιών του Φόρουμ το κύριο πρόσωπο που συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη προσοχή ήταν ο Πρόεδρος της Κίνας, Ξι Ζινπίνγκ, ο οποίος υπερασπίστηκε την παγκοσμιοποίηση, υπό την Κινέζικη θεώρηση, λέγοντας ότι η Κίνα εγκατέλειψε τις πολιτικές του απομονωτισμού, που ακολουθούσε στο παρελθόν, και εγκαλώντας τον Τραμπ να μην κατηγορεί την Κίνα για προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ίδιος στις ΗΠΑ.

Το γεγονός αυτό έδωσε τη δυνατότητα σε ορισμένους πολιτικούς και οικονομικούς αναλυτές να μιλήσουν για το νέο ηγέτη της παγκοσμιοποίησης και ταυτόχρονα να αναρωτηθούν για το εάν η Κίνα μπορεί, από οικονομική άποψη, να παίξει έναν τέτοιο ρόλο.

Το ερώτημα που προκύπτει τώρα είναι: Τι ακριβώς αντανακλά αυτή η συζήτηση που διεξάγεται και στην οποία έχουν εμπλακεί κυρίως κύκλοι του κεφαλαίου των ΗΠΑ – και που δεν ξέρουμε πως ακριβώς θα εξελιχτεί στο πολιτικό επίπεδο μέσα στις ίδιες τις ΗΠΑ, αλλά έχει επεκταθεί και διεθνώς με την εμπλοκή όλων των δυνάμεων που παίζουν παγκόσμιο ρόλο;

Από την πλευρά μας νομίζουμε ότι η συζήτηση αυτή, κατά πρώτο, αφορά κυρίως τις ΗΠΑ (και γενικεύεται στη συνέχεια στο Δυτικό καπιταλισμό) και εκφράζει τις μεγάλες οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ίδιες οι ΗΠΑ τόσο στο εσωτερικό τους όσο και διεθνώς, μπροστά σε μια κρίσιμη καμπή, που χάνουν έδαφος στην παγκόσμια οικονομία, με το ποσοστό συμμετοχής τους στο παγκόσμιο ΑΕΠ να μειώνεται σταθερά και έχοντας απέναντί τους μια άλλη μεγάλη οικονομική δύναμη, την Κίνα, που, με σχετικά ταχείς ρυθμούς, κερδίζει συνεχώς έδαφος στην παγκόσμια οικονομία και εξελίσσεται και σε μια μεγάλη επενδυτική δύναμη.

Ας θυμηθούμε ότι οι ΗΠΑ σε μια περίοδο, που δεν είχαν κάποια άλλη παγκόσμια δύναμη, που να είναι σε θέση να τους αντιπαρατεθεί, μετά το 1990 και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, και έχοντας διεθνοποιήσει τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, είχαν ανοίξει τις αγορές, είχαν επιβάλει τους δικούς τους όρους στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, παίζοντας καθοριστικό ρόλο στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς (Παγκόσμια Τράπεζα κ.α.), ανοίγοντας πολέμους όπου ήθελαν, έχοντας τον πρώτο και καθοριστικό λόγο στο ΝΑΤΟ, κάνοντας εξαγωγή των δικών τους οικονομικών προβλημάτων σε άλλες χώρες, στο τέλος, δεν κατόρθωσαν να αποφύγουν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης μέσα στις ίδιες τις ΗΠΑ, παρά τις συνεχείς προσπάθειες να την αποφύγουν.

Αυτή η οικονομική κρίση επηρέασε σημαντικά τις ΗΠΑ και αποδεικνύεται ότι δε μπορεί να αποκαταστήσει σταθερούς και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, που να τις κρατάνε σταθερά σε ηγετική παγκόσμια θέση.

Τώρα, ένα ισχυρό τμήμα του κεφαλαίου των ΗΠΑ διαβλέπει ότι οι όροι της διεθνοποίησης του κεφαλαίου και της παραγωγής, που επέβαλαν οι ίδιες οι ΗΠΑ, στρέφονται ενάντιά τους ή τουλάχιστον εμποδίζουν τις ΗΠΑ να παίξουν τον παγκόσμιο ρόλο που έπαιζαν. Χάνουν σταθερά έδαφος διεθνώς, ενώ στο εσωτερικό τους αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και ότι αυτοί οι ίδιοι όροι δίνουν ώθηση σε δυνάμεις που θα υπερκεράσουν τις ΗΠΑ, αν δεν τις έχουν ξεπεράσει.

Στο ονομαστικό ΑΕΠ η Κίνα είναι η δεύτερη οικονομική δύναμη στον κόσμο, ενώ στο ΑΕΠ σε τιμές αγοραστικής δύναμης είναι η πρώτη οικονομική δύναμη στον κόσμο. Την ίδια στιγμή έχει ξεπεράσει τις ΗΠΑ στη βιομηχανική παραγωγή και σε πολλούς άλλους οικονομικούς τομείς, ενώ η επιδίωξη της ηγεσίας της Κίνας είναι να μην πέσει σε ρυθμούς ανάπτυξης κάτω από το 6% ετησίως.

Από μόνο του αυτό το γεγονός είναι σε θέση να κάνει να ανησυχήσουν οι κεφαλαιοκρατικές δυνάμεις στις ΗΠΑ και να δημιουργηθεί το έδαφος των ισχυρών αντιθέσεων στους κύκλους του κεφαλαίου των ΗΠΑ, για τον τρόπο αντιμετώπισης μιας τέτοιας δυσοίωνης προοπτικής, μια και τα συμφέροντα των διαφορετικών κύκλων του κεφαλαίου δε συμπίπτουν. Και το γεγονός αυτό δε συμβαίνει αποκλειστικά στις ΗΠΑ. Συμβαίνει και σε άλλες χώρες του Δυτικού καπιταλισμού, όπως η Βρετανία, η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία κ.α..

Γι’ αυτό το λόγο υπάρχουν και οι αναπροσανατολισμοί σε σχέση και με τις ίδιες τις στρατηγικές που πρέπει να ακολουθηθούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα από αυτήν την άποψη είναι η Βρετανία, που με το δημοψήφισμα αποχώρησε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και όπως ανακοίνωσε η Τερέζα Μέι στο Νταβός η Βρετανία στο εξής θα ακολουθήσει μια παγκόσμια οικονομική στρατηγική.

Αυτούς τους όρους της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης θέλει να αλλάξει ο Τραμπ, για να επαναφέρει τις ΗΠΑ σε θέση ισχύος ως παγκόσμιας οικονομικής και ηγετικής δύναμης. Παράλληλα να αντιμετωπίσει άλλες παγκόσμιες δυνάμεις, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο διεκδικούν πιο ενεργό παγκόσμιο ρόλο. Εκτός από την Κίνα, που άμεσα έχει στοχοποιήσει ο Τραμπ, μια τέτοια δύναμη είναι και η Γερμανία, η πιο σημαντική οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θέλει να καταστήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, ουσιαστικά, ζώνη επιρροής της και μέσα από αυτήν τη θέση να ισχυροποιήσει τον παγκόσμιο ρόλο της.

Στην κατεύθυνση αυτή ο Τραμπ θέλει να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τη Ρωσία, που είναι η μόνη παγκόσμια δύναμη, που μπορεί να αντιμετωπίσει τις ΗΠΑ στρατιωτικά, που ακόμη, όμως, δεν αποτελεί μια ισχυρή οικονομική δύναμη, να σπάσει τον άξονα Κίνας – Ρωσίας, να ενισχύσει διαλυτικές τάσεις στους BRICS, να ενισχύσει τον άξονα ΗΠΑ – Βρετανίας.

Με την έννοια αυτή ο Τραμπ και το τμήμα του κεφαλαίου που εκπροσωπεί ξεκινάνε από το εσωτερικό των ΗΠΑ (αυτό ακριβώς χαρακτηρίζεται απομονωτισμός, προστατευτισμός, περιχαράκωση, εθνικός προστατευτισμός, εθνική επιστροφή κτλ.) για να εξασφαλίσουν την οικονομική ισχυροποίηση των ΗΠΑ, που θα εκφραστεί και διεθνώς έχοντας απέναντί τους τη σταθερή άνοδο της Κίνας αλλά και την πιθανότητα να ξεσπάσει ένας νέος κύκλος καπιταλιστικής κρίσης, που θα δοκιμάσει σαφώς τις αντοχές εκ νέου της οικονομίας των ΗΠΑ, και όχι μόνο, και που μπορεί να τις οδηγήσουν να χάσουν οριστικά και αμετάκλητα τη θέση της ηγετικής δύναμης σε παγκόσμιο επίπεδο.

Αν παρατηρήσουμε σωστά τις αντιδράσεις των άλλων χωρών, σε σχέση με τα όσα προτίθεται να κάνει ο Τραμπ, η ανησυχία τους εστιάζεται στις επιπτώσεις που θα υποστούν από τις πολιτικές Τραμπ, αλλά, ταυτόχρονα, όμως, ανησυχούν και για μια γενικευμένη διάσπαση του Δυτικού καπιταλισμού και με την έννοια αυτή αναφέρονται στην παγκοσμιοποίηση. Πράγμα που σημαίνει ότι η θέση του Δυτικού καπιταλισμού συνολικά μπορεί να γίνει ακόμη πιο δύσκολη απ’ ό,τι ήταν.

Ακριβώς πάνω σ’ αυτήν την προοπτική ανησυχούν και για τις ίδιες τις ΗΠΑ, μια και είναι η πιο ισχυρή οικονομική δύναμη μεταξύ των χωρών του Δυτικού καπιταλισμού και μπορεί να σηκώσει το κύριο βάρος της αντιπαράθεσης απέναντι στην Κίνα, την ίδια στιγμή που θέλουν να αναπτύσσουν τις οικονομικές σχέσεις τους με την Κίνα και στοχοποιώντας κυρίως τη Ρωσία.

Και εδώ προβάλλουν και οι αντιθέσεις μεταξύ των διάφορων μερίδων του κεφαλαίου για τις τακτικές που πρέπει να ακολουθηθούν, που δίνουν νέα όξυνση στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Και η αλήθεια είναι ότι οι αστικές τάξεις των χωρών του Δυτικού καπιταλισμού είναι εσωτερικά διασπασμένες τόσο για τις διεθνείς ισορροπίες όσο και για την προοπτική της κάθε ξεχωριστής χώρας, που φιλοδοξεί να παίξει παγκόσμιο ρόλο. Παράλληλα οι αντιθέσεις αυτές δοκιμάζουν και τις αντοχές των διακρατικών ενώσεων, όπως είναι η NAFTA (Καναδάς, ΗΠΑ, Μεξικό), η Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλες.

Ακολουθεί το Β’ Μέρος

Δεν υπάρχουν σχόλια: