Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
Προσφάτως
η έγκυρη Εταιρεία Μεσανατολικών Σπουδών (MESA) των ΗΠΑ απέδωσε τον
τίτλο του βιβλίου της χρονιάς στο έργο του Τούρκου καθηγητή στο
πανεπιστήμιο Κλαρκ της Μασσαχουσέτης, Τανέρ Ακσάμ, «The Young Turks
Crime against Humanity: The Armenian Genocide and Ethnic Cleansing in
the Ottoman Empire» (Princenton University Press, 2012).
Ανακοινώνοντας το σκεπτικό της επιβράβευσης του βιβλίου, η Εταιρεία
Μεσανατολικών Σπουδών δήλωσε ότι «πρόκειται για την πιο ισχυρή θέση της
ιστοριογραφίας που υπήρξε μέχρι σήμερα σχετικά με την Αρμενική
Γενοκτονία και συνεπώς αποτελεί ένα έργο με μεγάλη επιρροή.»
Με τον Τανέρ Ακσάμ είχαμε ασχοληθεί και παλαιότερα με αφορμή την
έκδοση στα ελληνικά του βιβλίου του «Μία Επαίσχυντη Πράξη» (Εκδόσεις
Παπαζήση, 2007).
Στο νέο του βιβλίο παρουσιάζει άγνωστα στοιχεία από περίπου 600 απόρρητα οθωμανικά έγγραφα, καταδεικνύοντας με πρωτοφανή λεπτομέρεια ότι η Γενοκτονία κατά των Αρμενίων και η εκδίωξη των Ελλήνων κατά την ύστερη περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε ως αποτέλεσμα μέσα από την επίσημη κρατική πολιτική, η αυτοκρατορία να απαλλαγεί από τους χριστιανούς υπηκόους της. Η παρουσίαση όλου αυτού του πρωτογενούς υλικού, το οποίο μέχρι σήμερα ήταν απρόσιτο στους ερευνητές σε συνδυασμό με την εμπειρία και την ανάλυση του συγγραφέως καθιστά αυτό το εγκυρότερο μέχρι σήμερα έργο του Ακσάμ, την πιο εμβριθή εργασία για τη γραφειοκρατική μηχανή της Οθωμανικής Τουρκίας καταδεικνύοντας πως μια ετοιμοθάνατη αυτοκρατορία αγκάλιασε τη γενοκτονία και την εθνοκάθαρση.
Στο νέο του βιβλίο παρουσιάζει άγνωστα στοιχεία από περίπου 600 απόρρητα οθωμανικά έγγραφα, καταδεικνύοντας με πρωτοφανή λεπτομέρεια ότι η Γενοκτονία κατά των Αρμενίων και η εκδίωξη των Ελλήνων κατά την ύστερη περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε ως αποτέλεσμα μέσα από την επίσημη κρατική πολιτική, η αυτοκρατορία να απαλλαγεί από τους χριστιανούς υπηκόους της. Η παρουσίαση όλου αυτού του πρωτογενούς υλικού, το οποίο μέχρι σήμερα ήταν απρόσιτο στους ερευνητές σε συνδυασμό με την εμπειρία και την ανάλυση του συγγραφέως καθιστά αυτό το εγκυρότερο μέχρι σήμερα έργο του Ακσάμ, την πιο εμβριθή εργασία για τη γραφειοκρατική μηχανή της Οθωμανικής Τουρκίας καταδεικνύοντας πως μια ετοιμοθάνατη αυτοκρατορία αγκάλιασε τη γενοκτονία και την εθνοκάθαρση.
Παρά το ότι οι βίαιοι εκτοπισμοί και εκκαθαρίσεις των Αρμενίων
καταδικάσθηκαν διεθνώς το 1915 ως «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και του
πολιτισμού», η «οθωμανική κυβέρνηση ξεκίνησε μία πολιτική άρνησης την
οποία εξακολουθεί να συντηρεί και η σύγχρονη Τουρκία. Η υπόθεση για την
«επίσημη ιστορία» της Τουρκίας στηρίζεται σε έγγραφα από τα οθωμανικά
αρχεία, στα οποία η πρόσβαση ήταν περιορισμένη σε μεγάλο βαθμό μέχρι
προσφάτως. Είναι αυτές τις πηγές που χρησιμοποιεί σήμερα ο Ακσάμ για να
ανατρέψει την επίσημη τουρκική αφήγηση. Τα έγγραφα που παρουσιάζονται
στο βιβλίο μαρτυρούν μία καθυστερημένη χρονικά οθωμανική πολιτική
εκτουρκισμού, ο στόχος της οποίας δεν ήταν λιγότερος από το ριζικό
δημογραφικό μετασχηματισμό της Ανατολίας.
Αν το βασικό ερώτημα στο προηγούμενο βιβλίο, «Μία Επαίσχυντη
Πράξη», πάνω στο οποίο ο συγγραφέας στήριξε την μεθοδολογία ήταν εάν
υπάρχουν αποδείξεις ότι από πλευράς των Οθωμανικών Αρχών υπήρξε πρόθεση
και κεντρικός σχεδιασμός για συνολική ή μερική καταστροφή των Αρμενίων
υπηκόων της αυτοκρατορίας, στο νέο του και εν λόγω βιβλίο προχωρά ένα
βήμα πιο μπροστά ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τα συμπεράσματα του
πρώτου. Η επίσημη τουρκική θέση είναι ότι ο θάνατος εκατοντάδων χιλιάδων
Αρμενίων (οι τουρκικές εκτιμήσεις κυμαίνονται από 300.000 έως 600.000)
ήταν ένα τραγικό αλλά μη σκόπιμο επακόλουθο του πολέμου. Το επιχείρημα
αυτό στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι οι οθωμανικές πηγές δεν περιέχουν
στοιχεία που να υποδεικνύουν διατεταγμένη και στοχευμένη πολιτική
εξαφάνισης. Η συστηματική και σε βάθος έρευνα του Ακσάμ υποστηρίζει το
αντίθετο.
Το βιβλίο αυτό πέραν του ότι διαφοροποιείται από τη συγκεκριμένη παράδοση της τουρκικής ιστοριογραφίας έχει δύο στοιχεία που το καθιστούν μοναδικό. Πρώτον ότι είναι γραμμένο από Τούρκο και δεύτερον ότι επιδίδεται στην πλέον εκτεταμένη και πρωτοφανή έως σήμερα χρήση οθωμανικού αρχειακού υλικού γύρω από το Αρμενικό Ζήτημα, σε συνδυασμό με την εξαντλητική χρήση της μέχρι τούδε βιβλιογραφίας. Με την εξαντλητική χρήση κάθε σημαντικού στοιχείου – από τουρκικά στρατιωτικά και δικαστικά αρχεία, πρακτικά κοινοβουλίου, επιστολές και μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων – ο συγγραφέας ακολουθεί την ιστορική εξέλιξη και αλληλουχία των γεγονότων που οδήγησαν στις σφαγές. Μέσα από την ιστορική αφήγηση ανασυνθέτει τη διαπλεκομένη ενορχήστρωση μεταξύ συντονισμένων τμημάτων του Οθωμανικού κράτους, του κυβερνώντος κόμματος των Νεοτούρκων «Ένωση και Πρόοδος» καθώς επίσης και των στρατιωτικών δυνάμεων.
Με αυτό τον τρόπο παρατηρείται και η μεγάλη συμβολή, ριζοσπαστική και αναθεωρητική, του Ακσάμ στην ιστοριογραφία της σύγχρονης Τουρκίας. Η θέση του είναι σαφής, ότι δηλαδή οι σφαγές των χριστιανών και η αρμενική γενοκτονία απετέλεσαν τον καθοριστικό παράγοντα για την ανάδυση του τουρκικού εθνικού κράτους. Χωρίς τον συστηματικό σχεδιασμό και την αποτελεσματική εκτέλεση της γενοκτονίας από τους Νεότουρκους, οι οποίοι στη συνέχεια, και υπό την ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ, οργάνωσαν την αντίσταση στην Ανατολία, ο τελευταίος δεν θα είχε τη δυνατότητα να οικοδομήσει το τουρκικό εθνικό κράτος. Οι Νεότουρκοι ιδρυτές του τουρκικού κράτους δημιούργησαν με αυτό τον τρόπο μία εύπορη τάξη που ιδιοποιήθηκε τα πλούτη και τις περιουσίες των Αρμενίων. Οι περιουσίες αυτές είχαν δημευτεί από τους Νεότουρκους με διάταγμα του 1915 ως δήθεν «εγκαταλελειμμένες». Το διάταγμα του 1915 επανέφεραν οι κεμαλιστές το 1922, όταν είχαν πλέον επικρατήσει.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το καίριο και πολιτικής προεκτάσεως ερώτημα του πως δηλαδή η Τουρκία κατέφερε να αποφύγει την ανάληψη της ευθύνης, υποδεικνύοντας τα αντικρουόμενα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή, τις προτεραιότητες του αναδυομένου τουρκικού εθνικού κινήματος και τις ανεπαρκείς απόπειρες της διεθνούς κοινότητας να οδηγήσει τους δράστες στη δικαιοσύνη.
Ο συγγραφέας έχει το πλεονέκτημα αλλά και την ατυχία να μιλά εκ μέρους του θύτη. Αυτό του παρέχει εκ των πραγμάτων και τη ψυχολογική δύναμη πίσω από τα επιχειρήματά του. Η οπτική αυτή του παρέχει και την πρόσθετη δυνατότητα να εξηγήσει γιατί η σημερινή Τουρκία δεν μπορεί εύκολα να συμφιλιωθεί ψυχολογικά με το ζήτημα της Γενοκτονίας των Αρμενίων. Ο συγγραφέας αναλύει τον ψυχολογικό παράγοντα που ενισχύει τις δυσκολίες μίας ειλικρινούς ιστορικής επισκόπησης στην Τουρκία. Σύμφωνα με τον Ακσάμ, η τουρκική κοινωνία δείχνει απρόθυμη να εξετάσει το παρελθόν της. Στην επικρατούσα κουλτούρα, όχι μόνον η γενοκτονία των Αρμενίων αλλά μεγάλο μέρος της πρόσφατης ιστορίας της Τουρκίας παραδίδεται στη σιωπή. Η μεταρρύθμιση του 1928, η οποία άλλαξε την τουρκική γραφή από αραβικά σε λατινικά στοιχεία ενέτεινε το πρόβλημα, σύμφωνα με τον συγγραφέα. Η Τουρκία είναι μία κοινωνία που δεν μπορεί να διαβάσει τις ίδιες τις εφημερίδες, τις επιστολές και τα ημερολόγια εάν αυτά γράφτηκαν πριν από το 1928. Δεν έχει πρόσβαση σε οτιδήποτε συνέβη πριν από εκείνη την ημερομηνία. Το αποτέλεσμα είναι η σύγχρονη Τουρκία να εξαρτάται πλήρως από την ιστορία όπως την έχει καθορίσει και συγγράψει το κράτος. Και, βεβαίως, για το κράτος διακυβεύονται πολλά αναφορικά με τον τρόπο που παρουσιάζεται η ιστορία, ιδιαιτέρως όταν αυτή αφορά την ίδια του την νομιμότητα. Ενόψει αυτών, είναι εμφανές γιατί η τουρκική κοινωνία έχει παραδώσει την Γενοκτονία των Αρμενίων στη λήθη.
Το πρωτοποριακό έργο του Ακσάμ αποδεικνύει ότι πλέον στην Τουρκία υπάρχουν δύο αφηγήσεις και δύο ιστοριογραφικές προσεγγίσεις για την μεταβατική περίοδο από την Οθωμανική αυτοκρατορία στην Κεμαλική Τουρκία. Από τη μια, υπάρχει η ιστορία της αυτοκρατορίας που διαμελίζεται από τις Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις μέσω μιας προσχεδιασμένης διαδικασίας. Η εκδοχή αυτή βοήθησε να δημιουργηθεί μία ισχυρή αίσθηση σύγκρουσης με τη Δύση για την επιβίωση του τουρκικού έθνους, δημιουργώντας έντονα αντιδυτικά αισθήματα και καχυποψία, ιδιαιτέρως ανάμεσα στην κυρίαρχη ελίτ, τα οποία διατηρούνται μέχρι σήμερα. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η ιστορία των διώξεων των σφαγών και της εξόντωσης διαφορετικών θρησκευτικών και εθνικών ομάδων, στο πλαίσιο των οποίων ο συγγραφέας προσεγγίζει το αρμενικό πρόβλημα.
Ο Τανέρ Ακσάμ αποτελεί τον πρώτο Τούρκο πανεπιστημιακό που αμφισβήτησε με τεκμηριωμένο επιστημονικώς τρόπο και με διανοητική εντιμότητα την επίσημη εκδοχή της χώρας του ότι η σφαγή των Αρμενίων από τους Νεότουρκους δεν συνέβη ποτέ. Είναι επίσης ο πρώτος Τούρκος ειδικός που χρησιμοποίησε δημοσίως τον όρο «γενοκτονία» (Soykirim) και ως εκ τούτου το βιβλίο είναι καινοτόμο και δικαίως χαρακτηρίστηκε ως το βιβλίο της χρονιάς.
Το βιβλίο αυτό πέραν του ότι διαφοροποιείται από τη συγκεκριμένη παράδοση της τουρκικής ιστοριογραφίας έχει δύο στοιχεία που το καθιστούν μοναδικό. Πρώτον ότι είναι γραμμένο από Τούρκο και δεύτερον ότι επιδίδεται στην πλέον εκτεταμένη και πρωτοφανή έως σήμερα χρήση οθωμανικού αρχειακού υλικού γύρω από το Αρμενικό Ζήτημα, σε συνδυασμό με την εξαντλητική χρήση της μέχρι τούδε βιβλιογραφίας. Με την εξαντλητική χρήση κάθε σημαντικού στοιχείου – από τουρκικά στρατιωτικά και δικαστικά αρχεία, πρακτικά κοινοβουλίου, επιστολές και μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων – ο συγγραφέας ακολουθεί την ιστορική εξέλιξη και αλληλουχία των γεγονότων που οδήγησαν στις σφαγές. Μέσα από την ιστορική αφήγηση ανασυνθέτει τη διαπλεκομένη ενορχήστρωση μεταξύ συντονισμένων τμημάτων του Οθωμανικού κράτους, του κυβερνώντος κόμματος των Νεοτούρκων «Ένωση και Πρόοδος» καθώς επίσης και των στρατιωτικών δυνάμεων.
Με αυτό τον τρόπο παρατηρείται και η μεγάλη συμβολή, ριζοσπαστική και αναθεωρητική, του Ακσάμ στην ιστοριογραφία της σύγχρονης Τουρκίας. Η θέση του είναι σαφής, ότι δηλαδή οι σφαγές των χριστιανών και η αρμενική γενοκτονία απετέλεσαν τον καθοριστικό παράγοντα για την ανάδυση του τουρκικού εθνικού κράτους. Χωρίς τον συστηματικό σχεδιασμό και την αποτελεσματική εκτέλεση της γενοκτονίας από τους Νεότουρκους, οι οποίοι στη συνέχεια, και υπό την ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ, οργάνωσαν την αντίσταση στην Ανατολία, ο τελευταίος δεν θα είχε τη δυνατότητα να οικοδομήσει το τουρκικό εθνικό κράτος. Οι Νεότουρκοι ιδρυτές του τουρκικού κράτους δημιούργησαν με αυτό τον τρόπο μία εύπορη τάξη που ιδιοποιήθηκε τα πλούτη και τις περιουσίες των Αρμενίων. Οι περιουσίες αυτές είχαν δημευτεί από τους Νεότουρκους με διάταγμα του 1915 ως δήθεν «εγκαταλελειμμένες». Το διάταγμα του 1915 επανέφεραν οι κεμαλιστές το 1922, όταν είχαν πλέον επικρατήσει.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το καίριο και πολιτικής προεκτάσεως ερώτημα του πως δηλαδή η Τουρκία κατέφερε να αποφύγει την ανάληψη της ευθύνης, υποδεικνύοντας τα αντικρουόμενα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή, τις προτεραιότητες του αναδυομένου τουρκικού εθνικού κινήματος και τις ανεπαρκείς απόπειρες της διεθνούς κοινότητας να οδηγήσει τους δράστες στη δικαιοσύνη.
Ο συγγραφέας έχει το πλεονέκτημα αλλά και την ατυχία να μιλά εκ μέρους του θύτη. Αυτό του παρέχει εκ των πραγμάτων και τη ψυχολογική δύναμη πίσω από τα επιχειρήματά του. Η οπτική αυτή του παρέχει και την πρόσθετη δυνατότητα να εξηγήσει γιατί η σημερινή Τουρκία δεν μπορεί εύκολα να συμφιλιωθεί ψυχολογικά με το ζήτημα της Γενοκτονίας των Αρμενίων. Ο συγγραφέας αναλύει τον ψυχολογικό παράγοντα που ενισχύει τις δυσκολίες μίας ειλικρινούς ιστορικής επισκόπησης στην Τουρκία. Σύμφωνα με τον Ακσάμ, η τουρκική κοινωνία δείχνει απρόθυμη να εξετάσει το παρελθόν της. Στην επικρατούσα κουλτούρα, όχι μόνον η γενοκτονία των Αρμενίων αλλά μεγάλο μέρος της πρόσφατης ιστορίας της Τουρκίας παραδίδεται στη σιωπή. Η μεταρρύθμιση του 1928, η οποία άλλαξε την τουρκική γραφή από αραβικά σε λατινικά στοιχεία ενέτεινε το πρόβλημα, σύμφωνα με τον συγγραφέα. Η Τουρκία είναι μία κοινωνία που δεν μπορεί να διαβάσει τις ίδιες τις εφημερίδες, τις επιστολές και τα ημερολόγια εάν αυτά γράφτηκαν πριν από το 1928. Δεν έχει πρόσβαση σε οτιδήποτε συνέβη πριν από εκείνη την ημερομηνία. Το αποτέλεσμα είναι η σύγχρονη Τουρκία να εξαρτάται πλήρως από την ιστορία όπως την έχει καθορίσει και συγγράψει το κράτος. Και, βεβαίως, για το κράτος διακυβεύονται πολλά αναφορικά με τον τρόπο που παρουσιάζεται η ιστορία, ιδιαιτέρως όταν αυτή αφορά την ίδια του την νομιμότητα. Ενόψει αυτών, είναι εμφανές γιατί η τουρκική κοινωνία έχει παραδώσει την Γενοκτονία των Αρμενίων στη λήθη.
Το πρωτοποριακό έργο του Ακσάμ αποδεικνύει ότι πλέον στην Τουρκία υπάρχουν δύο αφηγήσεις και δύο ιστοριογραφικές προσεγγίσεις για την μεταβατική περίοδο από την Οθωμανική αυτοκρατορία στην Κεμαλική Τουρκία. Από τη μια, υπάρχει η ιστορία της αυτοκρατορίας που διαμελίζεται από τις Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις μέσω μιας προσχεδιασμένης διαδικασίας. Η εκδοχή αυτή βοήθησε να δημιουργηθεί μία ισχυρή αίσθηση σύγκρουσης με τη Δύση για την επιβίωση του τουρκικού έθνους, δημιουργώντας έντονα αντιδυτικά αισθήματα και καχυποψία, ιδιαιτέρως ανάμεσα στην κυρίαρχη ελίτ, τα οποία διατηρούνται μέχρι σήμερα. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η ιστορία των διώξεων των σφαγών και της εξόντωσης διαφορετικών θρησκευτικών και εθνικών ομάδων, στο πλαίσιο των οποίων ο συγγραφέας προσεγγίζει το αρμενικό πρόβλημα.
Ο Τανέρ Ακσάμ αποτελεί τον πρώτο Τούρκο πανεπιστημιακό που αμφισβήτησε με τεκμηριωμένο επιστημονικώς τρόπο και με διανοητική εντιμότητα την επίσημη εκδοχή της χώρας του ότι η σφαγή των Αρμενίων από τους Νεότουρκους δεν συνέβη ποτέ. Είναι επίσης ο πρώτος Τούρκος ειδικός που χρησιμοποίησε δημοσίως τον όρο «γενοκτονία» (Soykirim) και ως εκ τούτου το βιβλίο είναι καινοτόμο και δικαίως χαρακτηρίστηκε ως το βιβλίο της χρονιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου