του Νίκου Χειλαδάκη*
Στις 15 Μαρτίου 1921, λίγα χρόνια μετά την μεγάλη
σφαγή-γενοκτονία των Αρμενίων, λίγο πριν από το μεσημέρι, ο Αρμένιος
πατριώτης Soghomon Tehlirian ύστερα από συστηματική παρακολούθηση δέκα
ημερών, έκρινε πως έφτασε η κατάλληλη στιγμή να εκτελέσει το σχέδιο του.
Στην οδό Χίντεμπουργκ, σε ένα προάστιο του Βερολίνου, κάνει ανύποπτος την συνηθισμένη του βόλτα ντυμένος ευρωπαϊκά και ακολουθούμενος σε απόσταση μερικών μέτρων, κατά τα μουσουλμανικά έθιμα, από την σύζυγο του, ο οργανωτής του φρικιαστικότερου εγκλήματος στην ιστορία, της εξόντωσης των 1.500.000 Αρμενίων, ο άλλοτε υπουργός Εσωτερικών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο Talat Pascha.
Ο Τεχλιριάν ξεκίνησε από το απέναντι πεζοδρόμιο, διασταυρώνεται με τον Ταλάτ, τον προσπερνάει και επιβραδύνει το βήμα του. Ξαφνικά γυρίζει πίσω και τον κοιτάζει κατάματα. Το βλέμμα του ήταν ο πόνος μιας ολόκληρης γενιάς.
Ο Τεχλιριάν ήταν ήσυχος και η συνείδηση του ήταν ήρεμη. Ο Ταλάτ έδειξε πως κατάλαβε κάτι, τα βλέφαρα του, όπως διηγήθηκε αργότερα ο εκτελεστής του, τρεμόπαιξαν. Θέλησε να λοξοδρομήσει για να αποφύγει τον άγνωστο διαβάτη, αλλά δεν πρόλαβε. Ο Τεχλιριάν έβγαλε το περίστροφο του και με μια αστραπιαία κίνηση το σήκωσε στο ύψος του κεφαλιού του γιγαντόσωμου Ταλάτ. Μια σφαίρα ήτα αρκετή.
Ο Ταλάτ βρέθηκε ξαπλωμένος καταγής. Η γυναίκα του έπεσε λιπόθυμη ενώ ο κόσμος ξεπετάχτηκε στα μπαλκόνια και από τα παράθυρα φωνάζοντας, «πιάστε τον, πιάστε τον». Ο Τεχλιριάν έτρεξε να εξαφανιστεί αλλά κάποιος που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση κατάφερε να τον συλλάβει. Στην δίκη που έγινε και η οποία συγκέντρωσε το παγκόσμιο ενδιαφέρων, ο Τεχλιριάν απολογούμενος απέρριψε την κατηγορία που του αποδίδονταν με την φράση: «Σκότωσα μα δεν είμαι δολοφόνος». Το δικαστήριο, μετά από μια δραματική δίκη τον αθώωσε.
Η απόφαση αυτή έγινε δεκτή με ανακούφιση από την διεθνή κοινή γνώμη και θεωρήθηκε σαν μια πρώτη δικαίωση στο ανοσιούργημα της αρμένικης γενοκτονίας του 1915-16. Αλήθεια τι κρίμα που ο Τεχλιριάν δεν πρόλαβε να γνωρίσει την κυρία Ρεπούση και τους τουρκολάγνους Nεοέλληνες. Σίγουρα θα είχε αποφευχθεί όλη αυτή η βία και ο Ταλαάτ θα απαλλάσσονταν πανηγυρικά από τις «ιστορικές συκοφαντίες» περί δήθεν γενοκτονιών καθώς σύμφωνα με όλους αυτούς, οι χριστιανοί περνούσαν «ζωή και κότα» και αναπτυσσόταν συνεχώς μέσα στην «στοργική» Οθωμανική αυτοκρατορία που τους προστάτευε με «μητρικό τρόπο» σαν τα «αγαπημένα» της παιδιά.
Η εμφάνιση της κυρίας Ρεπούση σαν υποψήφια βουλευτής και μάλιστα αριστερού πολιτικού νεόκοπου σχήματος, αφού στην αρχή με εξέπληξε, στη συνέχεια ξεσήκωσε μέσα μου όλες τις ενστάσεις που είχαν αναδυθεί όταν η κυρία αυτή περιέγραψε την σφαγή της Σμύρνης σαν τον γνωστό συνωστισμό. Και αυτό όχι μόνο γιατί πρόσβαλε βάναυσα την μνήμη των προγόνων μου και ιδιαίτερα του παππού μου που μετά την σφαγή της οικογένειας του και τον διασκορπισμό όλων των διασωθέντων συγγενών στα τέσσερα σημεία του οριζόντια κατάφερε με χίλια βάσανα και περιπέτειες να καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια στην τουρκοκρατούμενη τότε Θεσσαλονίκη. Υπάρχει όμως και ένα άλλο ενδιέφεραν στοιχείο στην όλη αυτή ιστορία, (η παραΐστορία).
Διαβάστε και την επιστολή του Καθηγητή Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας Κωνσταντίνου Φωτιάδη, προς τον Φ. Κουβέλη εδώ: http://portalpierias.gr/archives/6505
Στην οδό Χίντεμπουργκ, σε ένα προάστιο του Βερολίνου, κάνει ανύποπτος την συνηθισμένη του βόλτα ντυμένος ευρωπαϊκά και ακολουθούμενος σε απόσταση μερικών μέτρων, κατά τα μουσουλμανικά έθιμα, από την σύζυγο του, ο οργανωτής του φρικιαστικότερου εγκλήματος στην ιστορία, της εξόντωσης των 1.500.000 Αρμενίων, ο άλλοτε υπουργός Εσωτερικών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο Talat Pascha.
Ο Τεχλιριάν ξεκίνησε από το απέναντι πεζοδρόμιο, διασταυρώνεται με τον Ταλάτ, τον προσπερνάει και επιβραδύνει το βήμα του. Ξαφνικά γυρίζει πίσω και τον κοιτάζει κατάματα. Το βλέμμα του ήταν ο πόνος μιας ολόκληρης γενιάς.
Ο Τεχλιριάν ήταν ήσυχος και η συνείδηση του ήταν ήρεμη. Ο Ταλάτ έδειξε πως κατάλαβε κάτι, τα βλέφαρα του, όπως διηγήθηκε αργότερα ο εκτελεστής του, τρεμόπαιξαν. Θέλησε να λοξοδρομήσει για να αποφύγει τον άγνωστο διαβάτη, αλλά δεν πρόλαβε. Ο Τεχλιριάν έβγαλε το περίστροφο του και με μια αστραπιαία κίνηση το σήκωσε στο ύψος του κεφαλιού του γιγαντόσωμου Ταλάτ. Μια σφαίρα ήτα αρκετή.
Ο Ταλάτ βρέθηκε ξαπλωμένος καταγής. Η γυναίκα του έπεσε λιπόθυμη ενώ ο κόσμος ξεπετάχτηκε στα μπαλκόνια και από τα παράθυρα φωνάζοντας, «πιάστε τον, πιάστε τον». Ο Τεχλιριάν έτρεξε να εξαφανιστεί αλλά κάποιος που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση κατάφερε να τον συλλάβει. Στην δίκη που έγινε και η οποία συγκέντρωσε το παγκόσμιο ενδιαφέρων, ο Τεχλιριάν απολογούμενος απέρριψε την κατηγορία που του αποδίδονταν με την φράση: «Σκότωσα μα δεν είμαι δολοφόνος». Το δικαστήριο, μετά από μια δραματική δίκη τον αθώωσε.
Η απόφαση αυτή έγινε δεκτή με ανακούφιση από την διεθνή κοινή γνώμη και θεωρήθηκε σαν μια πρώτη δικαίωση στο ανοσιούργημα της αρμένικης γενοκτονίας του 1915-16. Αλήθεια τι κρίμα που ο Τεχλιριάν δεν πρόλαβε να γνωρίσει την κυρία Ρεπούση και τους τουρκολάγνους Nεοέλληνες. Σίγουρα θα είχε αποφευχθεί όλη αυτή η βία και ο Ταλαάτ θα απαλλάσσονταν πανηγυρικά από τις «ιστορικές συκοφαντίες» περί δήθεν γενοκτονιών καθώς σύμφωνα με όλους αυτούς, οι χριστιανοί περνούσαν «ζωή και κότα» και αναπτυσσόταν συνεχώς μέσα στην «στοργική» Οθωμανική αυτοκρατορία που τους προστάτευε με «μητρικό τρόπο» σαν τα «αγαπημένα» της παιδιά.
Η εμφάνιση της κυρίας Ρεπούση σαν υποψήφια βουλευτής και μάλιστα αριστερού πολιτικού νεόκοπου σχήματος, αφού στην αρχή με εξέπληξε, στη συνέχεια ξεσήκωσε μέσα μου όλες τις ενστάσεις που είχαν αναδυθεί όταν η κυρία αυτή περιέγραψε την σφαγή της Σμύρνης σαν τον γνωστό συνωστισμό. Και αυτό όχι μόνο γιατί πρόσβαλε βάναυσα την μνήμη των προγόνων μου και ιδιαίτερα του παππού μου που μετά την σφαγή της οικογένειας του και τον διασκορπισμό όλων των διασωθέντων συγγενών στα τέσσερα σημεία του οριζόντια κατάφερε με χίλια βάσανα και περιπέτειες να καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια στην τουρκοκρατούμενη τότε Θεσσαλονίκη. Υπάρχει όμως και ένα άλλο ενδιέφεραν στοιχείο στην όλη αυτή ιστορία, (η παραΐστορία).
Διαβάστε και την επιστολή του Καθηγητή Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας Κωνσταντίνου Φωτιάδη, προς τον Φ. Κουβέλη εδώ: http://portalpierias.gr/archives/6505
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου