Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

Νίκη


Η μάνα μου πέθανε στις 8 Ιουνίου του 2008, λίγους μήνες αφότου είχε συμπληρώσει τα εβδομήντα.

Είχε γεννηθεί στις 3 Φεβρουαρίου του 1938, υπό καθεστώς παρανομίας. Πατέρας της ήταν ο Βασίλης Νεφελούδης, βουλευτής και γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ. Πριν κλείσει τους τρεις μήνες ζωής, η δικτατορία του Μεταξά εξάρθρωσε το μηχανισμό του Κόμματος και συνέλαβε την ηγεσία του. Ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο Άρης Βελουχιώτης (τότε ακόμα Θανάσης Κλάρας) και ο παππούς μου μεταξύ άλλων φυλακίστηκαν στο κάτεργο της Κέρκυρας, υπό συνθήκες αυστηρής απομόνωσης. Η γιαγιά μου στάλθηκε μαζί με το νεογέννητο στην εξορία. Ως βρέφος και ως νήπιο, η μάνα μου γύρισε το μισό Αιγαίο: Σίφνος, Κίμωλος, Σαντορίνη. Στην Κίμωλο αρρώστησε βαριά από δυσεντερία και οι ντόπιοι απαίτησαν –για να μην γίνει με το θάνατό της καλικαντζαράκι- να βαφτιστεί με παπά και με νονό. Η γιαγιά μου διάλεξε το όνομα Νίκη προσβλέποντας στη νίκη του Σοσιαλισμού. Η μάνα μου συνήλθε τελικά πίνοντας γάλα γαϊδούρας. Στην Σαντορίνη, στα σκαλιά που οδηγούν από το λιμάνι στα Φηρά, διασταυρώθηκαν μια μέρα με την οικογένεια Μερκούρη. Η Μελίνα –άγαρμπη ως έφηβη- έσπρωξε κατά λάθος το κοριτσάκι και παρ' ολίγο να το ρίξει στον γκρεμό. Η γιαγιά μου τής άστραψε τότε ένα ξεγυρισμένο χαστούκι.

Με την Κατοχή, κάμποσοι εξόριστοι επωφελήθηκαν από την αλλαγή φρουράς μεταξύ Ελλήνων και Γερμανοϊταλών και δραπέτευσαν από τα νησιά. Η γιαγιά μου επέστρεψε με καϊκι στην Αθήνα, άφησε τη μάνα μου στη φροντίδα της δικής της γιαγιάς και έφυγε για την Πελοπόννησο, για να ενταχθεί στην Αντίσταση. Στο μεταξύ, ο παππούς μου είχε διαφύγει στη Μέση Ανατολή.

Η οικογένεια ξανάσμιξε στις 12 Οκτωβρίου του 1944, ημέρα της Απελευθέρωσης της Αθήνας. Μετά την ήττα της Αριστεράς στα Δεκεμβριανά, κατέφυγαν στα Τρίκαλα από όπου επέστρεψαν μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Η μάνα μου, διαπαιδαγωγημένη από τη μικρασιάτισσα γιαγιά της, δυσκολευόταν να μπει στο επαναστατικό κλίμα, να μάθει να μην φιλάει το χέρι του παπά και να αποκαλεί τους αντάρτες όχι «βοσκούς» αλλά «συναγωνιστές». Το καλοκαίρι του 1945, ο Νίκος Ζαχαριάδης επαναπατρίσθηκε από το Νταχάου και ανέλαβε ξανά με σιδηρά πυγμή το ΚΚΕ. Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε ήταν να διαγράψει τον παππού μου από το Κόμμα. Του το φυλούσε από την εποχή της Κέρκυρας, όταν εκείνος είχε αμφισβητήσει ευθέως το αλάθητό του.

Με το ξέσπασμα του Εμφυλίου, ο παππούς και η γιαγιά μου βρέθηκαν εντελώς μετέωροι. Το ΚΚΕ τους είχε γυρίσει την πλάτη και οι «Εθνικόφρονες» εάν τους συνελάμβαναν, θα τους εκτελούσαν με συνοπτικές διαδικασίες. Πέρασαν στην πιο βαθιά παρανομία: Νοίκιασαν με ψεύτικο όνομα ένα σπίτι στη Νέα Σμύρνη και έζησαν εκεί –ουσιαστικά έγκλειστοι- από το 1947 μέχρι το 1955, με τη συνδρομή των συγγενών τους και με τη σιωπηρή υποστήριξη της γειτονιάς. 

Η μάνα μου τους ακολούθησε. Διέκοψε το σχολείο – ο παππούς μου ανέλαβε να της διδάσκει τα μαθήματα της κάθε χρονιάς, προσθέτοντας στην ύλη του Υπουργείου Παιδείας ως ξένη γλώσσα τα «ρούσικα» και αντικαθιστώντας τα ποιήματα του Ζαχαρία Παπαντωνίου και του Σωτήρη Σκίπη με Βάρναλη και Ρίτσο. Έκοψε κάθε επαφή με τους παλιές της παρέες και δεν μπόρεσε να αποκτήσει καινούργιες, αφού δεν έβγαινε από το σπίτι παρά μονάχα για ψώνια. Τα αγόρια στο δρόμο  της σφυρίζανε –ήταν κουκλάρα- όμως εκείνη τάχυνε το βήμα και δεν γυρνούσε το κεφάλι παρά για να τσεκάρει πως δεν την είχε πάρει στο κατόπι κανένας χαφιές…

Με τα μέτρα επιείκιας το 1955, ο παππούς και η γιαγιά μου παραδόθηκαν και καταδικάστηκαν σε μερικούς μονάχα μήνες φυλακή. Η μάνα μου έδωσε εξετάσεις και πήρε απολυτήριο γυμνασίου ως «κατ’ οίκον διδαχθείσα». Περίπτωση να συνεχίσει τις σπουδές της δεν υπήρχε - στη μεταμφυλιακή Ελλάδα για να μπεις στο πανεπιστήμιο χρειαζόσουν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων.

Στις αρχές του 1956, προσελήφθη από μια μεγάλη εταιρεία ως τηλεφωνήτρια. «Σταδιοδρόμησε», έφτασε μέχρι ιδιαίτερη γραμματέας του διευθυντή. Βασικά όμως γνώρισε τον πατέρα μου, έναν ψηλό τύπο με φουντωτά μαλλιά, φοιτητή της Νομικής, γόνο αριστερής επίσης οικογένειας αλλά με μιαν αυθάδεια και με μια χαρά της ζωής που σπάνιζε στην ηττημένη παράταξη. «Πότε τον ερωτεύτηκες;» τη ρώτησα. «Όταν μπήκε φουριόζος στο γραφείο μου, μού είπε “αυτά τα γυαλιά δεν σου πάνε καθόλου”, μού τα’βγαλε και μού τα πέταξε από το παράθυρο…» Πρωτοφιλήθηκαν ύστερα από μια παράσταση του τσίρκου της Μόσχας.

Τα έφτιαξαν στα κρυφά. Τα ήθη της εποχής -τα αριστερά ήθη τουλάχιστον- δεν ευλογούσαν τις προγαμιαίες σχέσεις ούτε βεβαίως επέτρεπαν σε μιαν αστεφάνωτη κοπέλα να χορεύει ροκ εν ρολ και να βλέπει ταινίες όπως η «Ζούγκλα του Μαυροπίνακα» και το «Με Κομμένη την Ανάσα». Τους πήραν χαμπάρι, η Αθήνα τότε ήταν πολύ μικρή. Ο αρραβώνας τους κράτησε λίγο. Η χλευαστική φράση του πατέρα μου, «την έσκασε ο Τίτο στον Στάλιν», ξεχείλισε παραδόξως το ποτήρι του παππού μου. Τσακώθηκαν, ο πατέρας μου τού πέταξε τη βέρα στα μούτρα. Χώρισαν επισήμως και τα ξαναέφτιαξαν ακόμα πιο κρυφά. Ώσπου κλέφτηκαν και παντρεύτηκαν σε μιαν άδεια εκκλησία.

Μέχρι να γεννηθώ πάντως εγώ, οι σχέσεις τους είχαν αποκατασταθεί πλήρως.

Μια από τις πρώτες αναμνήσεις μου είναι, τεσσάρων ή πέντε χρονών, να κάνω επισκεπτήριο στον παππού μου, κρατούμενο της Χούντας στις Φυλακές Ωρωπού. Η μάνα μου αρνήθηκε να αποκηρύξει τους γονείς της και απολύθηκε από τη δουλειά της. Δεν με μάλωσε ωστόσο διόλου όταν χοροπηδώντας ξεχαρβάλωσα το ηλεκτρόφωνο-καμάρι της γιαγιάς μου, που το’χε φέρει από τη Σοβιετική ΄Ενωση…

Οι γονείς μου δεν οργανώθηκαν στην Αντίσταση. Προτίμησαν να συντηρούν με τον ιδρώτα τους έξι δικούς τους ανθρώπους που είχαν βρεθεί φυλακισμένοι, εξόριστοι ή δίχως το παραμικρό εισόδημα. Μετακομίζαμε κάθε χρόνο και σε μικρότερο σπίτι, πάντοτε στην Κυψέλη. Η μοναδική μας πολυτέλεια ήταν να αγοράζουμε βιβλία και δίσκους και να πηγαίνουμε στο σινεμά. Τρώγαμε τραχανά με ντομάτα και φέτα και ακούγαμε Αλμπινόνι ή Ντέηβ Μπρούμπεκ.

Με τη Μεταπολίτευση, το δικηγορικό γραφείο του πατέρα μου πήρε την ανιούσα. Ο ίδιος ωστόσο αρνιόταν πεισματικά να αγοράσει αυτοκίνητο, όπως έκαναν οι γύρω του νοικοκυραίοι. «Ένα καλοραμμένο κοστούμι» ισχυριζόταν «με ευχαριστεί πολύ περισσότερο από ένα ετοιματζίδικο αμάξι…» Γλύτωσα έτσι εγώ τις περισσότερες κυριακάτικες εξόδους σε ταβέρνες της Κηφισιάς και της Γλυφάδας. Με πήγαινε αντί για αυτό στο κοντινό μας Πεδίον του Άρεως και μού μάθαινε ποδήλατο. Στα οικογενειακά και φιλικά τραπέζια, συζητούσαν για την πολιτική με έναν ανορθόδοξο μάλλον τρόπο: Αφού ανίχνευαν τα λάθη της Αριστεράς, που την οδήγησαν από το θρίαμβο της Αντίστασης στη συντριβή στον Εμφύλιο, κατέληγαν στη φράση «ευτυχώς που χάσαμε». Κι αφού έπλεκαν το εγκώμιο στον -μεταμορφωμένο μετά το 1974- Κωνσταντίνο Καραμανλή, σιχτίριζαν τον Ανδρέα Παπανδρέου. «Ανευθυνοϋπεύθυνο μπλουτζηνάκια» τον αποκαλούσε ο πατέρας μου και απαριθμούσε έξαλλος τις «εξωφρενικά λαϊκίστικες» θέσεις του, κραδαίνοντας τον «Ιστορικό Συμβιβασμό» του Ενρίκο Μπερλίνγκουερ.

Δεν πρόφτασε να τον δει πρωθυπουργό της «Αλλαγής». Αρρώστησε και πέθανε νεότατος, το καλοκαίρι του 1979. Η μάνα μου τού έμεινε ουσιαστικά πιστή για τα επόμενα εικοσιεννέα χρόνια. «Εάν έχεις ερωτευτεί όσο ερωτεύτηκα εγώ, δεν καταδέχεσαι σχέσεις ρουτίνας» έλεγε. Ως έφηβο με εξόργιζε εκείνος της ο αφορισμός. Αργότερα σεβάστηκα το δικαίωμά της στο μονοθεϊσμό.

Η μάνα μου έλαβε τη σημαντικότερη μάλλον απόφαση της ζωής της όταν το 2007 αρρώστησε από σάρκωμα. Όταν ένα σγρουμπούλι στο δεξί της χέρι αποδείχθηκε επιθετικότατος καρκίνος. Οι γιατροί τής συνέστησαν προς αποφυγήν μεταστάσεων επείγοντα ακρωτηριασμό. Εγώ (αφού επί εικοσιτέσσερις ώρες κράτησα δεμένο το δικό μου δεξί χέρι πίσω από την πλάτη) πάσχισα μετά λόγου γνώσεως να την πείσω ότι όλες οι δουλειές γίνονται και όλες οι απολαύσεις επιτυγχάνονται στην εντέλεια μονάχα με το αριστερό. Παρέμεινε ανένδοτη. «Έχω περάσει πάρα πολλά στη ζωή μου, έχω προσαρμοστεί στις πιο αντίξοες συνθήκες. Το χέρι μου όμως δεν το κόβω. Αποτελεί για μένα ζήτημα αξιοπρέπειας.» Του κάκου μάλλιασε η γλώσσα μου ότι η αξιοπρέπεια δεν ταυτίζεται με την αρτιμέλεια. «Ο καθένας δίνει το δικό του ορισμό της αξιοπρέπειας» μού το ξέκοψε. «Εάν ήσουν παιδάκι, προφανώς θα σε σκεφτόμουν. Τώρα θα κάνω το κέφι μου!» κατέληξε σχεδόν εύθυμα. «Θα το ρισκάρεις;» «Μου αρέσουν τα ρίσκα!» Το ρίσκαρε. Και έχασε.

Η μάνα μου, η Νίκη, πίστευε στο δικαίωμα του καθενός να ακολουθεί την καρδιά και την πεποίθησή του. Πίστευε ως εκ τούτου στη δημοκρατία – κυρίως προς όφελος των μειοψηφιών, της μειοψηφίας έστω του ενός, ο οποίος οφείλει να προστατεύεται ως κόρη οφθαλμού. Πίστευε στο Θεό, τον οποίον ανακάλυπτε κυρίως στα μικρά πράγματα: Στα λουλούδια που πότιζε, τα όστρακα που μάζευε, τις πέτρες που ζωγράφιζε.  Πίστευε ακόμα ακράδαντα πως η κοινωνική πρόοδος δεν θα έρθει με αιματηρές συγκρούσεις αλλά με τη γενική άνοδο του μορφωτικού επιπέδου, με την παιδεία. Αγαπούσε τη μουσική του Χατζιδάκι, τα ποιήματα του Καβάφη, τις ζωγραφιές του Βαν Γκονγκ.

Η μάνα μου αντιπαθούσε τους χαρακτηρισμούς –«μπορείς να λες σε κάποιον “κάνεις αυτό” αλλά ποτέ “είσαι αυτό”, διότι έτσι τον φυλακίζεις σε μιαν ιδιότητα»- καθώς και τα κάθε είδους νταηλίκια. Την εξενεύριζαν οι λουφαδόροι -ιδίως οι αιώνιοι φοιτητές- και οι συνομήλικοί της που στερούνταν ιστορικής μνήμης. Κυρίως όμως την εξενεύριζαν όσοι είχαν ροπή προς τη θυματοποίηση. «Καθένας μόνος του τοποθετεί τον εαυτό του» έλεγε. «Και τα χειρότερα σε σένα έγκειται πώς θα τα ζήσεις…» 

Μου επαναλάμβανε συχνά ότι η ευτυχία είναι δικαίωμά μας -«για τη χαρά γεννηθήκαμε, όχι για τη μιζέρια»- και πως τη δυστυχία, που σίγουρα θα μας βρει κάποιες στιγμές, «την αντέχουν καλύτερα όσοι έχουν εμβολιαστεί μικροί με άνευ όρων αγάπη».
Δεν είμαι σίγουρος πως θα αντιμετώπιζε τη σημερινή ζοφερή κατάσταση της Ελλάδας. Χαμογελώντας –φαντάζομαι- πικρά. Και λέγοντας, μετά λόγου γνώσεως, μια φράση που οι παλιές γυναίκες συνήθιζαν να την κεντάνε και να την κρεμούν στους τοίχους των σπιτιών τους: «Και αυτό θα περάσει».
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου