Το
«φάρμακο», ο «μονόδρομος» του μνημονίου, από το 2011 κιόλας (μέσα σε
μόλις ένα χρόνο από την εφαρμογή των πρώτων, «δρεπανηφόρων» μέτρων)
δημιούργησε μια «στρατιά» εργαζομένων με αμοιβές της τάξης των 476 ευρώ το μήνα.
Σήμερα, 3 χρόνια μετά
από μια σειρά περαιτέρω νομοθετικών ρυθμίσεων ισοπεδωτικού χαρακτήρα
για τους μισθούς και τα εργασιακά δικαιώματα, το σύνολο αυτής της νέας
κατηγορίας -των «νεόπτωχων απασχολουμένων»- με μηνιάτικα από 340 ευρώ μέχρι περίπου 480 ευρώ, εκτιμάται ότι έχει ξεπεράσει τα 730.000 άτομα.
Πολύ απλά, περισσότεροι από 2 στους 10 από τους εναπομείναντες
εργαζομένους δεν βγάζουν καλά καλά τα έξοδα για μετακίνηση -από και προς
την εργασία τους- και καθημερινή διατροφή.
Όταν,
φυσικά, ισχύουν αυτά τα δεδομένα για τους έχοντες έστω και μια
ψευτοαπασχόληση σε επίπεδο αμοιβής, τότε γίνεται εύκολα αντιληπτή ποια
είναι η πραγματικότητα για τη συντριπτική πλειονότητα των ανέργων και δη όσων δεν δικαιούνται επίδομα (περίπου οι 8 στους 10).
Το πρώτο μνημόνιο «έσκασε» σαν βόμβα
Η καταστροφή που προκάλεσε άμεσα το πρώτο μνημόνιο το οποίο είχε την υπογραφή του κ. Γ. Παπανδρέου ήταν εμφανής μέσα στον πρώτο χρόνο εφαρμογής των ασφυκτικών δημοσιονομικά μέτρων. Όπως αναφέρεται στα συμπεράσματα του Παρατηρητηρίου Οικονομικών και Κοινωνικών Εξελίξεων του Ινστιτούτου της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ – ΓΣΕΕ) πάνω στα στοιχεία που δημοσίευσε πρόσφατα η Eurostat
με βάση τη σχετική δειγματοληπτική έρευνα του 2012 (αφορά στα
εισοδήματα των νοικοκυριών το 2011), μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα
από τα πρώτα μνημονιακά μέτρα άρχισε να γίνεται ορατή η δραματική
επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών στην Ελλάδα, όπως
επίσης και άνιση κατανομή των βαρών στον πληθυσμό.
Μέσα σε έναν μόλις χρόνο, από το 2010 στο 2011, το διαθέσιμο μηνιαίο ισοδύναμο εισόδημα των ατόμων που βρίσκονται στο μέσο της εισοδηματικής κατανομής έπεσε από 915 ευρώ σε 793 ευρώ. Αυτή η μείωση αποκαλύπτει τη σημαντική συρρίκνωση στα εισοδήματα των μεσαίων στρωμάτων στη χώρα η οποία, 3 χρόνια μετά το πρώτο μνημόνιο, έχει πάρει μορφή «γάγγραινας».
Την ίδια περίοδο, το ποσοστό σχετικής φτώχειας των εργαζομένων αυξήθηκε
από 11,9% το 2010 σε 15,1% το 2011. Αυτό φανερώνει τη δυσμενή επίδραση
που είχαν στα εισοδήματα των εργαζομένων τα μέτρα λιτότητας και η
ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων.
Σήμερα, υπολογίζεται ότι το ποσοστό των φτωχών εργαζομένων
(με εισοδήματα από 340 –ή και λιγότερα- μέχρι 476 ευρώ το μήνα, έχει
ξεπεράσει το 20% του συνόλου των απασχολουμένων (3,63 εκατ. άτομα).
Ανθρωπιστική κρίση
Σύμφωνα με τον ευρέως χρησιμοποιούμενο δείκτη «σχετικής φτώχειας»
(που αναφέρεται στο ποσοστό του πληθυσμού με ισοδύναμο διαθέσιμο
εισόδημα χαμηλότερο από το 60% του αντίστοιχου διάμεσου εισοδήματος των
κατοίκων της χώρας), η σχετική φτώχεια αυξήθηκε από 19,7% το 2008 σε
23,1% το 2011. Ιδιαίτερα μεγάλη είναι η αύξηση που εμφανίζει το ποσοστό
φτώχειας το 2011 σε σχέση με το 2010.
Η αύξηση αυτή στη σχετική φτώχεια παρατηρήθηκε παρά τη σημαντική μείωση του ορίου φτώχειας για ένα μονομελές νοικοκυριό από 549 ευρώ το 2010 σε μόλις 476 ευρώ το 2011.
Επίσης, με βάση τα στοιχεία της έρευνας για το 2012, ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού ανήλθε σε 34,6% σε σχέση με 31% που ήταν την προηγούμενη χρονιά.
Αποκαλυπτικές
για την επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης είναι οι εκτιμήσεις που
αφορούν τον δείκτη φτώχειας που κατασκευάζεται διατηρώντας διαχρονικά
σταθερό το όριο φτώχειας σε όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης (με βάση τα εισοδήματα του 2007). Σύμφωνα με τον συγκεκριμένο δείκτη η φτώχεια αυξήθηκε από 20,1% το 2008 σε 35,8% το 2011.
Με βάση τις εκτιμήσεις για το χάσμα (ή βάθος) φτώχειας, το οποίο αποτυπώνει το πόσο απέχουν οι φτωχοί από το κατώφλι φτώχειας, 1 στους 2 φτωχούς είχαν το 2011 διαθέσιμο μηναίο ισοδύναμο εισόδημα μικρότερο από 334 ευρώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου