Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

” Γ. Κοντογιώργης: Το “Μέγαρο” ως διαρκές σκάνδαλο. “

μέγαρο μουσικής ΑθήναςΤο Μέγαρο Μουσικής είναι ένα μείζον διαρκές και ξεδιάντροπο σκάνδαλο. Το 1996, όταν μεσουρανούσε ο Συγκροτηματάρχης, σε συνέντευξη μου στην Ελευθεροτυπία αναδείκνυα το ζήτημα του Μεγάρου ως μείζον πολιτικό πρόβλημα. Στο μέτρο που σηματοδοτούσε  την χειραγώγηση του πολιτικού συστήματος, το όριζα σημειολογικά με το προσωνύμιο: “Το Λαμπρακιστάν στη χώρα της Μιμιλάνδης”. Ένας ιδιώτης, έχοντας καθυποτάξει σύσσωμη την πολιτική τάξη της χώρας στις επιθυμίες του, μετέβαλε το κράτος σε υποχείριο “ευεργέτη” των επιλογών του. Όλη η άρχουσα πολιτική και πνευματική ηγεσία της χώρας
έθυε γονυπετής στα πόδια του για να εισπράξει λίγη εύνοια δημοσιότητας και χρίσμα στη φιλοδοξία της. Ρώτησα κάποτε πρώην πρωθυπουργό γιατί κανείς ποτέ δεν διέταξε διαχειριστικό έλεγχο των πεπραγμένων του κυρίου Λαμπράκη. Μου ομολόγησε την κραιπάλη, αλλ’ότι ουδείς θα αποτολμούσε κάτι τέτοιο. Ο “Αρχηγέτης” εισέπραττε ότι αποφάσιζε χωρίς υποχρέωση απόδοσης λογαριασμού. Λειτουργούσε επίσης, ευρέως, ως “Νονός” στην επικοινωνία του όποιου ιδιώτη με το πολιτικό σύστημα. Οι συνθήκες Φαραωνικές, οι προϋπολογισμοί ιλιγγιώδεις, δαπάναις του ελληνικού λαού.
Το Μέγαρο, υπό τον απόλυτο έλεγχο του Συγκροτηματάρχη, επεξέτεινε το αντικείμενό του πέραν της μουσικής, στο πεδίο των επιρροών, λειτουργώντας έκτοτε ως λέσχη ημετέρων, για την προώθηση πολιτικών στόχων, προσωπικών φιλοδοξιών και εξαγοράς συνειδήσεων. Οι υπουργοί πολιτισμού, διόριζαν και εξακολουθούν να διορίζουν ως μέλη του Συμβουλίου του Μεγάρου, τα “οικεία” πρόσωπα του μεγάλου ευεργέτη.
Το μέγα σκάνδαλο που λέγεται Μέγαρο δεν είναι προσωπικό. Ο Λαμπράκης βρήκε και έπραξε. Το επισημαίνω διότι αναδεικνύει, με παραδειγματικό τρόπο, το βάθος της ελληνικής κακοδαιμονίας, την σήψη της πολιτικής και πνευματικής τάξης, που οδήγησε στην σημερινή εξαθλίωση και ταπείνωση μιας ολόκληρης κοινωνίας. Αντί η πολιτική τάξη να σχεδιάσει πολιτικές πολιτισμού και να τις υλοποιήσει, σύρθηκε, θα έλεγα ακριβέστερα, υποκλίθηκε, παραδομένη άνευ όρων, στην υπερφίαλη και αδηφάγο ματαιοδοξία ενός ιδιώτη.
Το νέο κεφάλαιο που ανοίγει, με αφορμή τις δανειακές υποχρεώσεις του Μεγάρου και ιδίως η λύση που επελέγη, με θεραπαινίδες τις κλαίουσες παρασιτικές αποφύσεις του συστήματος και σύσσωμη την πολιτική τάξη, φανερώνει ότι τίποτε δεν άλλαξε: στόχος να επιφορτισθεί την κραιπαλώδη όσο και ιδιοτελή διαχείριση του Μεγάρου η ελληνική κοινωνία, για να συνεχίσουν να το “απολαμβάνουν” οι ίδιοι, με πρόσχημα την μουσική παιδεία. Να αναλάβει το κράτος, λένε, τις δανειακές υποχρεώσεις του Μεγάρου, ως εάν αυτό (το συγκεκριμένο κράτος) δεν είναι πια η άλλη εκδοχή του ελληνικού άγους που χρηματοδοτεί από το υστέρημά της η κοινωνία.
Σημειολογικά ενδιαφέρουσα είναι η προσπάθεια να αποφευχθεί η κάθαρση και να διατηρηθεί ο έλεγχος της διοίκησης του Μεγάρου από τους οσφυοκάμπτες του συστήματος, προκειμένου ανενόχλητοι οι παρακοιμώμενοι συγκατανευσιφάγοι να λυμαίνονται τις εγκαταστάσεις του και να υφαίνουν πολιτικές και φιλοδοξίες, πάνω στο πτώμα της χώρας. Αρκεί να κάνει κανείς μια αποτίμηση των ονομάτων που παρήλασαν όλα αυτά τα χρόνια από τις “επάλξεις” του Μεγάρου, οικειοποιούμενοι τον λόγο της “κοινωνικής επιστήμης” ή, έστω, να αποτιμήσει τον κύκλο των “ειδικών” που πρόσφατα προσήλθαν συντεταγμένοι με περιτύλιγμα “γραβάτας”, υπό τον “μικρό τον μέγα” αρχανθρωπινό ηγέτη τους, να μας διδάξουν πώς πρέπει να “αποτολμήσουμε” την δημοκρατία! Τόλμημα, που ουδέ καν αποκρύπτουν ότι ορίζει την παλινόρθωση του παλαιού καθεστώτος, δηλαδή τη διατήρησή τους στα πράγματα της χώρας.  Το Μέγαρο, ως φαίνεται, έχει επιλεγεί, κατ’αυτάς, για έναν μείζονα ρόλο στο διακύβευμα αυτό, πράγμα που προϋποθέτει την αμνήστευση του παρελθόντος και την εκ νέου μετακύλυση του άγους του στην χειμαζόμενη κοινωνία.
Η διάσωση, με άλλα λόγια, του Μεγάρου, οφείλει να ακολουθήσει μια πράξη υψίστου συμβολισμού με περιεχόμενο την νομιμοποίηση, αξιώνει δηλαδή την κάθαρση για να ικανοποιηθεί το δημόσιο αίσθημα, και περαιτέρω την αποκατάσταση της τάξης με την αλλαγή του καθεστώτος του. Δεν υπονοώ την “μεθάρμοσιν δεσποτών”, με την περιέλευσή του ως λάφυρο στην άμεση ευθύνη των “ιδιοτελών” του κράτους, αλλά να υπαχθεί σε έναν καθόλα αδιάβλητο και αρμόδιο φορέα. Διαφορετικά θα πρέπει να επαναλάβουμε, και εν προκειμένω, για την χώρα την παραβολή: “ουαί τοις αφελέσι και τοις ηττημένοις”….
Γ.Κοντογιώργης, Το “Μέγαρο” ως διαρκές σκάνδαλο.  Μέρος Β’, Συμπλήρωμα στο διάλογο
Κρυσταλία, οι “σκέψεις” που μου επισύναψες απαντούν στο ερώτημα που κανείς σκεπτόμενος σε αυτή τη χώρα δεν έθεσε. Να κλείσει το “Μέγαρο”. Δεν αγγίζουν όμως το μείζον θέμα της νομιμοποίησης όλων αυτών που αποτελούν το κεφάλαιο “Μέγαρο”, τα οποία προϋποθέτουν την ικανοποίηση του δημοσίου αισθήματος. Για να ξαναπάς στην κοινωνία και να της πεις “ξανακαλείσαι να πληρώσεις” για μια επένδυση και ύστερα για μια διαχείριση, που κατά γενική ομολογία υπήρξε κραιπαλώδης και αδιαφανής, χωρίς να επέλθει η κάθαρση, είναι σαν να ομολογείς ότι σκοπεύεις να πράττεις τα ίδια. Και το κυριότερο, ότι περιφρονείς την κοινωνία, εκλαμβάνοντάς την μάλιστα ως υποζύγιο, που καλείται να πληρώνει, χωρίς να δικαιούται να έχει λόγο. Εάν δεχθούμε ότι “εδώ μεγάλο, σοβαρό κομμάτι της κοινωνίας σχεδόν το επιθυμεί”, είναι γιατί το ιστορικό του “Μεγάρου” είναι άκρως βεβαρημένο, και φορτισμένο με συμβολισμούς που ανάγονται στη σημερινή κατάσταση της χώρας.
Η προσέγγιση, επομένως, που συνεχίζει να προκαλεί και να “θυμίζει” στο μέσον της κρίσης, δεν είναι απλώς αλαζονική, είναι δεσποτική. Στοιχειοθετεί ένα δεύτερο στάδιο στη σκανδαλώδη διαχείριση του θέματος, που εγγράφεται στη λογική της γενικότερης διοίκησης των δημοσίων πραγμάτων σε αυτή τη χώρα. Αντιλαμβάνομαι ότι καθένας που είναι στη διοίκηση του “Μεγάρου” έχει νόμιμο λόγο να θεωρεί ότι όλα γίνονται ωραία και καλά. Εγώ θα δεχόμουν για την δύναμη του επιχειρήματος ότι έτσι είναι. Το ζήτημα δεν είναι προσωπικό. Γι’αυτό και διερωτώμαι: Άραγε, έθεσε κανείς ποτέ το ερώτημα, πώς συνέβη και επέλεξαν αυτόν και όχι έναν καθόλα άξιο ομότεχνό του στη θέση της διοίκησης; Το ζήτημα επίσης δεν αφορά στην αδιαμφισβήτητη ανάγκη της ύπαρξης ενός “Μεγάρου” για την μουσική. Όμως, πού συνέβη στον όλο κόσμο, “από τη Σεούλ έως τη Γλασκώβη και το Καράκας”, ένας ιδιώτης -έστω καλός καγαθός- να μεταβάλει την κοινωνία/κράτος σε ευεργέτη του; Να ασκεί αυτός αντί του κράτους τις αρμόζουσες πολιτικές, να στέλνει το λογαριασμό στην κοινωνία, διά του κράτους, και επιπλέον να μένει ανεξέλεγκτος; Διότι σε τελική ανάλυση το σκάνδαλο δεν είναι ο όποιος “Λαμπράκης”, που ιδιοποιείται τον σκοπό της πολιτικής, αλλά η εθελοδουλία και η αλλοτρίωση του πολιτικού προσωπικού. Αντί να δημιουργήσει αυτό το όποιο “Μέγαρο” χρειαζόταν η χώρα, σύρθηκε ευτελώς στην αυλή του ιδιώτη, εκχωρώντας του την εν λευκώ αρμοδιότητα στα δημόσια πράγματα.
Άραγε, τα ΜΜΕ φταίνε που ένα “Μέγαρο” μουσικής έχει μεταβληθεί σε όχημα ιδεολογικής “κατήχησης” και πολιτικής χειραγώγησης, που εντέλει με τις επιλογές της διοίκησης προκαλείται σε διάρκεια το “δημόσιο” αίσθημα; Με ποιά νομιμοποίηση και ποιό κριτήριο αποφασίζεται ποιός έχει δικαίωμα μουσικού, επιστημονικού, πολιτικού ή άλλου λόγου στο “Μέγαρο” και ποιός όχι; Μήπως οι άνθρωποι του “Μεγάρου” θέλουν να μας πουν ότι διαθέτουν την αυθεντία της μουσικής ή της επιστημονικής γνώσης; Να μετρήσουμε τους αποκλεισμένους, εννοώ με ποιοτικούς όρους, από τα ενγένει δρώμενα του “Μεγάρου”;
Εντούτοις επανέρχομαι στο κεντρικό ερώτημα για να επαναλάβω ότι το ζήτημα δεν εστιάζεται στο κλείσιμο ή μη του “Μεγάρου”. Δεν αφορά στην αξιολόγηση των πεπραγμένων του, ακόμη και εάν δεχθούμε ότι είναι θετικά στο πεδίο της μουσικής. Το “Μέγαρο” εγείρει ένα ζήτημα αρχής: Για να συνεχισθεί η λειτουργία του πρέπει να υπάρξει κάθαρση, μια πράξη μείζονος νομιμοποίησης, σε ό,τι αφορά στο μέχρι χθες παρελθόν του, και, συγχρόνως, θεσμική συγκρότηση της διοίκησης, έτσι ώστε να εγγυάται επιλογές προσώπων και “πολιτικών”, οι οποίες θα συμφωνούν με τον δημόσιο σκοπό του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου