Διαλύουμε τον Μύθο των Μνημονιακών και Αντι-Ευρωπαιστών Αντι-Μνημονιακών!
Ι) Οι Εθνικές Οικονομίες (η αγορά) καθορίζει πρωταρχικά, καθοριστικά και θεσμικά την συνολική ρευστότητα κι όχι οι Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες ή η ECB.
Η κάθε Εθνική Κεντρική Τράπεζα κάθε χώρας-μέλους της ΕΕ χρηματοδοτείται (δανείζεται), από την ECB, «ισοδύναμα» (equivalent) με την συνεισφορά της κάθε Εθνικής Κεντρικής Τράπεζας (χώρας) στο μετοχικό κεφάλαιο της ECB (5.000 εκατ. ευρώ) (αρ.30.2, 30.3 του Καταστατικού της ECB) και στα συναλλαγματικά αποθέματα της ECB (50.000 εκατ. ευρώ). Συγκεκριμένα, η συνεισφορά κάθε χώρας-μέλους της EE (της Εθνικής της Τράπεζας) στο μετοχικό κεφάλαιο της ECB καθορίζεται με τα αρ. 29.1 και 30.1, 30.2 και υπολογίζεται με έναν «κλειδί βαρύτητας» το οποίο ισούται με το άθροισμα, του 50% του ποσοστού του πληθυσμού της κάθε χώρας επί του όλου πληθυσμού της ΕΕ και του 50% του ΑΕΠ της κάθε χώρας επί του συνόλου ΑΕΠ της ΕΕ τα τελευταία 5 χρόνια του υπολογισμού. Το «κλειδί» αυτό θα επανεκτιμάται κάθε 5 χρόνια (αρ.29.3 του Καταστατικού). Ο υπολογισμός του ΑΕΠ, για τον παραπάνω σκοπό, μπορεί να γίνει και προοπτικά (όχι μόνο αναδρομικά), ήτοι και επί των προυπολογισμένων ΑΕΠ των επόμενων (2-3) χρόνων, σύμφωνα με το αναπτυξιακό πρόγραμμα της κυβέρνησης. Με τον τρόπο αυτό, η σχέση χρηματοδότησης των Εθνικών Κεντρικών Τραπεζών από την ECB, με τα ΑΕΠ των εθνικών χωρών, συνιστά ένα μοντέλο «discrete logistic iterating system, logistic-difference mapping system» για το οποίο ισχύει η κλασική εξίσωση: Χn+1=r Xn (1-Xn) ή γενικότερα: Χn+1 = f (Xn). Ομοίως, η συνεισφορά της κάθε χώρας-μέλους (της Εθνικής της Κεντρικής Τράπεζας) στα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ECB (50.000 εκατ. ευρώ) υπολογίζονται με τα άρ. 30.1, 30.2 του Καταστατικού της ECB και υπολογίζονται ομοίως όπως παραπάνω για την συμμετοχή των στο μετοχικό κεφάλαιο της ECB. Ακολούθως, η χρηματοδότηση (δανειοδότηση-ρευστότητα) κάθε Εθνικής των Κεντρικής Τράπεζας (και δι` αυτών και των κυβερνήσεων-αρ.21.2 του Καταστατικού) από τα «διαθέσιμα» (reserves) (ή με την έκδοση νέου χρήματος) της ECB, είναι «ισοδύναμη» (equivalent) με την παραπάνω συνεισφορά της στο μετοχικό κεφάλαιο και τα συναλλαγματικά αποθέματα της ECB (αρ.30.2, 30.3 του Καταστατικού της ECB). Με την λέξη «ισοδύναμη» (ρευστότητα) (κι όχι π.χ. «ίση», ή «ανάλογη») δίδεται η δυνατότητα σε κάθε Εθνική Κεντρική Τράπεζα να δανείζεται από την ECB καθ` υπέρβαση της συμμετοχής της πρώτης στο μετοχικό κεφάλαιο (ως ποσοστού του ΑΕΠ των) και τα συναλλαγματικά αποθέματα της τελευταίας. Με άλλα λόγια, η συνεισφορά των κρατών μελών στην ECB, κατά την έννοια των αρ. 29.1 και 30.1 του Καταστατικού της ECB, παίζει τον ρόλο της κατάθεσης collaterals των κρατών-μελών στην ECB, το ύψος των οποίων (collaterals) καθορίζει τελικά και το ύψος των πιστώσεων προς τις αντίστοιχες Εθνικές Τράπεζες από την ECB (αρ.30.3 του Καταστατικού της ECB). Γι αυτό, οι χρηματοδοτήσεις των Εθνικών Κεντρικών Κρατών από την ECB είναι fiat money (reserves). Συνεπώς, η ECB έχει υποχρέωση να πιστώνει (χρηματοδοτεί) τις Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες (κι αυτές αυτόνομα κι ανεξάρτητα τις κυβερνήσεις, αρ. 14.4 και 21.2 του Καταστατικού της ECB). Κι είναι κι αυτός ένας σοβαρός παράγοντας ανεξαρτησίας των Εθνικών Κεντρικών Τραπεζών από την ECB (*), παρ.vi). Ο κυριότερος όπως παράγοντας ανεξαρτησίας των πρώτων από την τελευταία, προκύπτει από τα αρ.29 και 30 του Καταστατικού, όπως περιγράφηκαν παραπάνω κι είναι ο εξής:
ΙΙ) Ανεξαρτησία των Εθνικών Κεντρικών Τραπεζών από την ECB: Από τα παραπάνω (κυρίως από τις παρ. iii, iv, v, v.i) είναι σαφές ότι η ρευστότητα κάθε χώρας-μέλους της ΕΕ από την ECB (*), παρ.v.i) καθορίζεται πρωταρχικά από τις οικονομικές επιδόσεις της κάθε χώρας-μέλους κι όχι από την ECB!...η τελευταία απλά παίζει τον «παθητικό» ρόλο του αναδιανεμητή και «διαιτητή» (**) και (***).
Η κάθε Εθνική Κεντρική τράπεζα καθορίζει η ίδια κι ανεξάρτητα την ρευστότητά της, με τις μεθόδους που περιέγραψα και παραπάνω, ενώ η συνολική ρευστότητα της ECB καθορίζεται από το σύνολο των Εθνικών Κεντρικών Τραπεζών. Συνεπώς η κάθε Εθνική Κεντρική Τράπεζα έχει συμφέρον να συμβάλει στην αύξηση του ΑΕΠ της χώρας της (ανάπτυξη) δια των μεθόδων που ανάπτυξα παραπάνω (fiscal expansion) και ιδιαίτερα δια της άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής δια μέσου της νομισματικής της πολιτικής (και μείωσης του δημοσίου χρέους). Με τον τρόπο αυτό, η σχέση χρηματοδότησης των Εθνικών Κεντρικών Τραπεζών από την ECB, με τα ΑΕΠ των εθνικών χωρών, συνιστά ένα μοντέλο «discrete logistic iterating system, logistic-difference mapping system» για το οποίο ισχύει η κλασική εξίσωση: Χn+1=r Xn (1-Xn) ή γενικότερα: Χn+1 = f (Xn).
(*) vi) Στα πλαίσια ανεξαρτησίας των Εθνικών Κεντρικών από την ECB (βλ. παρ.iii, αρ. 14.4, 21.2, 29.1, 30.2, 30.3 του Καταστατικού της ECB και κυρίως την παρ. v), οι πρώτες μπορούν να υπερβούν σε ρευστότητα από την ECB, το καθοριζόμενο με το παραπάνω «μαθηματικό κλειδί» ποσόν της συμμετοχής της κάθε χώρας στο μετοχικό κεφάλαιο (ως ποσοστού του ΑΕΠ των) και τα συναλλαγματικά αποθέματα της ECB.
(απόσπασμα από το υπό έκδοση δίτομα έργο μου «ΟΡΧΟΥΜΑΙ ΤΗΝ ΟΡΓΗΝ» (η Ελλάδα στα σαγόνια της Τρόικας 2012-3).
Οι κανόνες και το ανώτατο πλαφόν της ρευστότητας των οικονομιών των χωρών-μελών της ΕΕ καθορίζονται με τα αρ. 21, 29.2, 30.1, 30.2, 30.3 και (επικουρικά) με τα αρ. 32.2, 32.3, 32.4, 33 του Καταστατικού της ECB και τέλος με το αρ. 123 της Συνθήκης (ΣΛΕΕ).
ΙΙΙ) Σχέσεις ECB με τις Κυβερνήσεις των χωρών-μελών της ΕΕ και τις Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες (αρ.21 του Καταστατικού και 123 της ΣΛΕΕ).
Η ΕCB είναι θεσμικά ο «τελευταίος δανειστής» των εθνικών οικονομιών.
i.α) Η ΕCB (και η Εθνική Κεντρική Τράπεζα), κατ` αρχήν, δεν χορηγούν υπεραναλήψεις και δεν καλύπτουν τα ελλείμματα (και το δημόσιο χρέος) των κεντρικών κυβερνήσεων και δημοσίων οργανισμών (ασφαλιστικά ταμεία κλπ), αλλά και των τραπεζών, ήτοι δεν αγοράζει κρατικά ομόλογα από την 1γενή αγορά για την κάλυψη των (παρελθουσών) ελλειμμάτων της κυβέρνησης κι αντίστοιχα των τραπεζών. Ήτοι, κατ` αρχήν, η ECB δεν λειτουργεί καταστατικά ως «τελευταίος δανειστής» των κυβερνήσεων και των ιδιωτικών και κρατικών τραπεζών (αρ.21.1 του Καταστατικού της ECB). Αυτά ισχύουν όμως με την επιφύλαξη των παρακάτω παρ. ii, iii.
i.β) Η ECB xρηματοδοτεί όμως καταστατικά (αναγκαστικά) τους (επεκτατικούς) προυπολογισμούς της κυβέρνησης (αρ. 2 του Καταστατικού) (*), με την αγορά κρατικών ομολόγων από την 1γενή αγορά για αναπτυξιακούς λόγους (αρ.2 του Καταστατικού της ECB, αρ.123 της ΣΛΕΕ και αρ.4 του Καταστατικού της ΤτΕ).
(*) από «αποθέματά» της (reserves), ή την «κοπή νέου χρήματος» («fiat money»)
ii) Οι κρατικοί όμως οργανισμοί (ασφαλιστικά ταμεία) μπορούν να χρηματοδοτήσουν (δανείσουν) τα κρατικά (παρελθόντα) ελλείμματα, χωρίς τα πιστωθέντα υπέρ της κυβέρνησης κεφάλαια αυτά να λογίζονται ως δημόσιο χρέος (το χρέος της κυβέρνησης προς την Εθνική Κεντρική Τράπεζα, λογίζεται όμως ως δημόσιο χρέος).
iii) Η ECB και η Εθνική Κεντρική Τράπεζα μπορούν όμως κι ανεξάρτητα αλλήλων (αρ.14.4, 21.2, 21.3, 29.1, 30.3 του Καταστατικού), να λειτουργήσουν ως «δημοσιονομικοί παράγοντες» (fiscal agents) για τiς κυβερνήσεις και τους κρατικούς οργανισμούς της παρ.1, ήτοι μπορούν να διαχειριστούν το (δημόσιο) χρέος των, ήτοι να λειτουργήσουν ως «τελευταίοι δανειστές των κυβερνήσεων». Αυτό μπορεί να γίνει π.χ. i) με την αγορά από την ECB κρατικών ομολόγων από την 2γενή αγορά σε τιμές έκπτωσης (υπό το άρτιο) και την επαναγορά των από την κυβέρνηση σε τιμές κτήσης των από την ECB (μείωση του δημόσιου χρέους) και ii) δια της αγοράς κρατικών ομολόγων Lombard από την ECB. Έτσι, η ECB και η Εθνική Κεντρική Τράπεζα, ασκούν την νομισματική των πολιτική με την (ταυτόχρονη) άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής των (αρ.21.2 του Καταστατικού). Ήτοι η ECB και οι Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες, δύνανται, υπό προυποθέσεις, να λειτουργούν, ανεξάρτητα αλλήλων και καταστατικά, ως «τελευταίοι δανειστές» και των ιδιωτικών και κρατικών τραπεζών, αλλά και των κυβερνήσεων (αρ. 14.4, 21.1, 21.2, 21.3 του Καταστατικού της ECB). Ακόμα μπορούν, όπως είπαμε, να ασκήσουν την λειτουργία των αυτή –ως τελευταίων δανειστών των κυβερνήσεων-και με την αγορά κρατικών ομολόγων από την 1γενή αγορά, με συμφωνία επαναγοράς των από την κυβέρνηση (ομόλογα Lombard, αρ. 19 παρ.3 a-f του Καταστατικού της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζες (Bundesbank).
iv) Η ECB και η Εθνική Κεντρική Τράπεζα μπορούν, ανεξάρτητα αλλήλων (αρ.14.4, 21.2, 21.3, 29.1 και 30.3 του Καταστατικού της ECB) να ανακεφαλαιοποιήσουν, να καλύψουν από το «διαθέσιμά» των (reserves) (*), τα ελλείμματα και να χορηγήσουν υπεραναλήψεις σε τράπεζες ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου (όπως π.χ. η Γερμανική Kfw), οι οποίες με την σειρά των μπορούν να χρηματοδοτήσουν τα κρατικά ελλείμματα και το δημόσιο χρέος (αρ.21.3 του Καταστατικού).
(*) στα «διαθέσιμα κεφάλαια» (reserves) εκάστης των Εθνικών Κεντρικών Τραπεζών, συμβάλλουν τα «ελάχιστα διαθέσιμα» που αυτές κρατούν υποχρεωτικά από τις εμπορικές τράπεζες (αρ. 19 του Καταστατικού της ECB), το «νομισματικό των εισόδημα» (αρ. 32) και τα διανεμόμενα σε αυτές καθαρά κέρδη της ECB (αρ.322 του Καταστατικού).
Είναι εκπληκτικό ότι με τα αρ. 19 παρ.3 a-f του Καταστατικού της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζες (Bundesbank), η τελευταία μπορεί να εκδώσει δάνεια 3μηνης διάρκειας (Lombard loans) για την κάλυψη δανειακών αναγκών της κεντρικής κυβέρνησης (δημοσιονομικά ή χρηματοδοτικά ελλείμματα) !, με σιωπηρή συμφωνία επαναγοράς των από την Κυβέρνηση, χωρίς όμως να προβλέπεται τίποτα σε περίπτωση υπέρβασης τους παραπάνω χρονικού ορίου δανειοδότησης της Κυβέρνησης από την Bundesbank!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου