Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

Η απατηλή λάμψη του Πάρη Γεωργακόπουλου

Ο Zastro γυρίζει το χρόνο πίσω και θυμάται την καριέρα του Πάρη Γεωργακόπουλου που "ζωγράφιζε" με το αριστερό του πόδι, όμως επέλεξε να αποχωρήσει νωρίς από το ποδόσφαιρο μετά από διαφωνία που είχε με τον Γιώργο Βαρδινογιάννη.
Exceptio probat regulam in casibus non exceptis είχε πει ο Κικέρωνας υπερασπιζόμενος στη Σύγκλητο το Ρωμαίο πολιτικό Lucio Cornelio Balbo. Από εκείνη τη φράση του Κικέρωνα προέκυψε και η εξήγηση της παραδοξότητας σε πολλές από τις εκφάνσεις της ζωής μας, το σύγχρονο "η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα".
Ο Παρασκευάς (Πάρης) Γεωργακόπουλος είναι η εξαίρεση στο χώρο του ποδοσφαίρου, πολύ δύσκολα μπορεί να ξετρυπώσει κανείς περίπτωση σαν τη δική του, διαδρομή σαν τη δική του, pedigree σαν το δικό του.
Γιος ανώτατου δικαστικού, γεννημένος τον Ιούνιο του 1965 στην Κυπαρισσία, ένας ακραιφνής αστός σε έναν χώρο που έχει χαρακτηρισθεί παλαιόθεν ως "λαϊκός" και πεδίο ανάδειξης των οικονομικά ασθενέστερων. Το ταλέντο όμως δε λογαριάζει κοινωνικές τάξεις, είναι έμφυτο και συνήθως ταξιδεύει σε χαρακτήρες ατίθασους, σε ανήσυχα πνεύματα και sui generis προσωπικότητες. Τέτοια είναι ο Πάρης Γεωργακόπουλος, ο ποδοσφαιριστής που έμεινε στην ιστορία του ποδοσφαίρου μας επειδή "τόλμησε" να πει όχι στο Γιώργο Βαρδινογιάννη και αρνήθηκε χρήματα, δόξα και μια καριέρα σε Εθνική ομάδα και Παναθηναϊκό, από την οποία είχε μόνο λαμβάνειν.

Τα πρώτα βήματα στην Παναχαϊκή

Ξεκίνησε από τη μεγάλη της Παναχαϊκής σχολή, από τα φυτώρια της ομάδας του Δαβουρλή, του Μιχαλόπουλου, του Στραβοπόδη. Ψιλόλιγνη φιγούρα, σχεδόν ξερακιανή, νευρώδης και με ένα αριστερό πόδι που έκανε τη μπάλα ό,τι ήθελε, ήταν φυσιολογικό να παίζει στην επίθεση. Διότι ο Πάρης σαν κυνηγός ξεκίνησε και μετά τα εφηβικά του χρόνια πέρασε σιγά σιγά στο κέντρο του γηπέδου για να διευθύνει το παιχνίδι. Στην πρώτη ομάδα της Παναχαϊκής προβιβάστηκε πολύ γρήγορα, δεν είχε κλείσει ακόμη τα 17, ξεχώριζε σαν τη μύγα μεσ’ στο γάλα αφού μπορούσε να πασάρει, να τριπλάρει, να σουτάρει.
Σπάνιο πράγμα οι αριστεροπόδαροι μπαλαδόροι, στην Ελλάδα τότε διέπρεπε ο τρομερός Βασίλης Χατζηπαναγής, ο καλλιτέχνης "Βάσια" που χόρευε στο χορτάρι και ανάγκαζε τους Έλληνες φιλάθλους να παρακολουθούν αγώνες του Ηρακλή μόνο και μόνο για να τον δουν από κοντά. Το Χατζηπαναγή θαύμαζε ο πιτσιρικάς Πάρης, δικές του κινήσεις προσπαθούσε να αντιγράψει και να κάνει στο γήπεδο. Αν και μικρός σε ηλικία έπαιζε με το κεφάλι ψηλά, ντελικάτος και arrogant ταυτόχρονα, ήταν βέβαιο ότι μπορούσε και στο επόμενο επίπεδο, αφού η άλλοτε κραταιά Παναχαϊκή της δεκαετίας του ’70 είχε μετατραπεί σε ασανσέρ μεταξύ Α΄ και Β΄ Εθνικής.
Μόλις είχε κλείσει τα 20 όταν άρχισαν οι πρώτες ενοχλήσεις στη διοίκηση των Πατρινών από τους παράγοντες των μεγάλων ομάδων. Η περίπτωση του Γεωργακόπουλου όμως ήταν διαφορετική από τις άλλες, ήταν η εξαίρεση του κανόνα που όμοιά της δεν προϋπήρχε στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Ο Πάρης μελετούσε, ήταν καλός μαθητής, ήταν γαλουχημένος με τέτοιον τρόπο από την οικογένειά του που είχε το ποδόσφαιρο χαμηλότερα στις αξιολογικές προτεραιότητες της ζωής του. Όταν ξέσπασε ο "εμφύλιος" για την απόκτησή του το καλοκαίρι του 1986, ήταν ήδη φοιτητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στο τμήμα Πολιτικών Μηχανικών.

Μόνο στον Παναθηναϊκό

Χρήματα η οικογένειά του διέθετε, ο ίδιος δεν ήταν το στερεότυπο του απαίδευτου ποδοσφαιριστή που ψάχνει δια του ποδοσφαίρου την καταξίωση και την επαγγελματική αποκατάσταση. Συνεπώς, η επιλογή θα ήταν διαφορετική από τις άλλες, δεν θα γινόταν σε επίπεδο "παραγόντων" ή Προέδρων, δεν θα υπεισέρχοντο μεσάζοντες, δεν θα γινόταν “deal”. Ο Πάρης ήταν Παναθηναϊκός, από μικρός το τριφύλλι είχε διαλέξει και εκεί ήθελε να παίξει. Τι κι αν η ΑΕΚ του έστρωσε χαλί με εκατομμύρια, τι κι αν θρυλείται ότι επικοινώνησε μαζί του ο ίδιος ο Σταύρος Νταϊφάς, ο Γεωργακόπουλος θα πήγαινε μόνο στον Παναθηναϊκό.

  Δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε Παναθηναϊκός βέβαια εκείνος, μόλις είχε κατακτήσει το νταμπλ με ένα εμφατικό 4-0 στον τελικό εναντίον του Ολυμπιακού στο ΟΑΚΑ, μια μόλις χρονιά πριν το νταμπλ είχε αγγίξει το όνειρο του τελικού στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, ήταν η ομάδα του Ζάετς, η ομάδα του Σαραβάκου, η πιο ευρωπαϊκή και η πιο "αστική" ομάδα απ’ όλες. Δεδομένα λοιπόν επέλεξε Παναθηναϊκό διότι ήθελε να παίξει δίπλα στον Ζάετς, να συνεργαστεί με το Σαραβάκο, να ζήσει τις ευρωπαϊκές βραδιές που έβλεπε από την τηλεόραση, να παίξει για την ομάδα που υποστήριζε από μικρό παιδί.
Ο Γιώργος Βαρδινογιάννης τον κάλεσε στο θρυλικό του γραφείο στην Αρματολών και Κλεφτών, τον καλοδέχτηκε στολίζοντάς τον με ουκ ολίγα κολακευτικά επίθετα και συμφώνησαν αμέσως. Ο "Καπετάνιος" ήταν στα καλύτερά του τότε, ο Ολυμπιακός ήταν βυθισμένος στην εσωστρέφεια, ο Νταϊφάς ήταν προφανές ότι δεν θα άντεχε για πολύ ακόμα στο βαρύ αντιπολιτευτικό κλίμα από Ευθυμίου και Σαλιαρέλη (και αργότερα του Γιώργου Κοσκωτά που τελικά αγόρασε τον Ολυμπιακό), η ΑΕΚ τρωγόταν με τις σάρκες της αφού κανείς δεν ήθελε το Ζαφειρόπουλο, ο ΠΑΟΚ μετά το Πρωτάθλημα του ’85 δεν μπόρεσε να διαχειριστεί την επιτυχία. Ο Παναθηναϊκός ήταν η καλύτερη επιλογή.

  Ιούλιο του 1986 παρουσιάστηκε στην Παιανία μαζί με το Γιώργο Μάγγο, έναν ομογενή τερματοφύλακα από το Βέλγιο. Ήταν οι μοναδικές μεταγραφές του Παναθηναϊκού που μόλις είχε απολύσει (!) τον νταμπλούχο Τσεχοσλοβάκο προπονητή Πιέτρ Πάκερτ και είχε κλείσει τον "πολύ" Γιουγκοσλάβο Τόμισλαβ Ίβιτς από την Πόρτο. Ο Ίβιτς υποσχόταν μοντέρνο ποδόσφαιρο, επανάληψη της άκρως επιτυχημένης προηγούμενης σεζόν και προπαντός την πολυπόθητη παρουσία σε έναν ευρωπαϊκό τελικό. Ο Γεωργακόπουλος στα 21 του προοριζόταν για ρεζέρβα του Χουάν Ρότσα, ήταν βέβαιο ότι δεν θα έχει πρόβλημα να ενταχθεί στο ρόστερ του Παναθηναϊκού και η ποιότητά του θα τον έκανε να ξεχωρίζει πολύ γρήγορα.

  Τα πράγματα όμως δεν εξελίχθηκαν ακριβώς έτσι. Ο Ρότσα ήταν πολύ δύσκολο να βγει από την ενδεκάδα, οι μέθοδοι του Ίβιτς παραήταν νεωτεριστικές για τον προεδροκεντρικό Παναθηναϊκό και η χρονιά στράβωσε από την αρχή. Ο αποκλεισμός από τον Ερυθρό Αστέρα στο Κύπελλο Πρωταθλητριών επέφερε τις πρώτες αλλαγές, το πλάνο με τη δημιουργία μιας ομάδας που θα απέδιδε "το ποδόσφαιρο του μέλλοντος" όπως έγραφαν τότε οι εφημερίδες, εγκαταλείφθηκε προτού καν εφαρμοστεί. Ο Γεωργακόπουλος ήταν και πάλι έξω από την εξίσωση, ο Ρότσα παρότι στα 33 ήταν πάντα στα αρχικά πλάνα και χώρος για δεύτερο δημιουργικό χαφ δεν υπήρχε.

  Ο Πάρης είχε ήδη προλάβει να δημιουργήσει τους πρώτους δεσμούς μέσα στην ομάδα, κόλλησε σχεδόν από την αρχή με τον διακριτικό και εσωστρεφή Σαραβάκο, άκουγε ευλαβικά τις συμβουλές του Βέλιμιρ Ζάετς για να βελτιώσει τις αδυναμίες του και να γίνει βασικός. Ούτε όμως με τον αντικαταστάτη του Ίβιτς, το Βασίλη Δανιήλ, κατόρθωσε να βρει χώρο. Ο ίδιος απέδιδε την "αδικία" της μη χρησιμοποίησής του στο γεγονός ότι ο Χουάν είχε πολύ καλή σχέση με τον Πρόεδρο και δεν έβγαινε από την ενδεκάδα για να μην χαλάσουν οι ισορροπίες στα αποδυτήρια, υπάρχει ένα ψήγμα αλήθειας στον ισχυρισμό, αφού ο Ρότσα ήταν πολύ μεγάλη υπόθεση για τον Παναθηναϊκό, ειδικά τη χρονιά που ορκίστηκε και πολιτογραφήθηκε (νομίμως) Έλληνας.

Το πείσμα για καθιέρωση

Ήταν τόσο μεγάλος ο εγωισμός του Γεωργακόπουλου που μετά το φίνις της κακής σεζόν για τον Παναθηναϊκό, αποφάσισε να δουλέψει σκληρά ακόμη και στις διακοπές του, να επιστρέψει ακόμη καλύτερος την επόμενη σεζόν και να καθιερωθεί. Ο Παναθηναϊκός άλλαξε αρκετά, αλλά το πρωτάθλημα έγινε άνω-κάτω από τη θύελλα Κοσκωτά από πολύ νωρίς. Ήταν Νοέμβριος όταν ο αμφιλεγόμενος Τραπεζίτης ανέλαβε τον Ολυμπιακό και σάρωνε ότι κυκλοφορούσε στην αγορά. Ο Βαρδινογιάννης επέλεξε το ρόλο του παρατηρητή (και δικαιώθηκε) και την ίδια στιγμή ο Παναθηναϊκός "κεντούσε" στην Ευρώπη αποκλείοντας τη Γιουβέντους, παιχνίδια στα οποία ο Μεσσήνιος πήρε και το βάπτισμα του πυρός.

  Ήταν παρών στο ιστορικό 1-0 του Ολυμπιακού Σταδίου με το "σκροπ" του Δημήτρη Σαραβάκου, παρών και στο πρώτο παιχνίδι με τη Χόνβεντ στη Βουδαπέστη. Ο Παναθηναϊκός, παρότι ασθμαίνων στο πρωτάθλημα, χάριζε μοναδικές στιγμές στους οπαδούς του στο κύπελλο UEFA, είχε προκριθεί στους "8" και μάλιστα ήταν τυχερός και κληρώθηκε με τη "βατή" Μπρυζ. Δεν έπαιξε λεπτό στον προημιτελικό, ο Παναθηναϊκός σε ένα από τα πιο άτυχα παιχνίδια της ιστορίας του, έχασε ένα τσουβάλι ευκαιρίες και μαζί και την πολυπόθητη πρόκριση. Η απογοήτευση ήταν μεγάλη, δεδομένου και του γεγονότος ότι στο πρωτάθλημα η ομάδα ήταν πολύ μακριά, ο επικείμενος τελικός του αιώνα κόντρα στον Ολυμπιακό του Κοσκωτά απέκτησε χαρακτήρα do or die.
Ο Παναθηναϊκός το κατέκτησε εκείνο το τρόπαιο μετά από έναν συγκλονιστικό τελικό, ο Γεωργακόπουλος όμως και πάλι ήταν εκτός. Ήταν η πρώτη φορά που δοκιμάστηκε και σκέφτηκε να φύγει, η πολλοστή που αισθανόταν παράταιρος. Σε μια διετία στον Παναθηναϊκό είχε συμπληρώσει μόλις 17 συμμετοχές, τις περισσότερες σαν αλλαγή, σε καμία δεν είχε προλάβει να κάνει τη διαφορά. Εάν ο Βασίλης Δανιήλ δεν είχε αντικατασταθεί από το Σουηδό Γκίντερ Μπένγκτσον, το πιθανότερο είναι ότι ο Γεωργακόπουλος θα ζητούσε να φύγει από τον Παναθηναϊκό. Ο Σουηδός όμως μόλις απέκτησε σαφή εικόνα της ομάδας, ήταν βέβαιος ότι ο Γεωργακόπουλος έπρεπε να είναι βασικός και αναντικατάστατος.

Το πλήρωμα του χρόνου

Κάπως έτσι, η σεζόν 88/89 έμελλε να είναι η κομβική ούτως ώστε να συστηθεί στο ευρύ κοινό και να δείξει στοιχεία από το ταλέντο του. Ο Παναθηναϊκός είχε ηρεμήσει, ο Βαρδινογιάννης είχε δικαιωθεί σχετικά με τον Κοσκωτά, ο Ρότσα στα 35 του πλέον δεν μπορούσε παρά να παραδώσει τη σκυτάλη στην επόμενη γενιά. Ο Πάρης από το ξεκίνημα γοήτευσε το απαιτητικό κοινό του Παναθηναϊκού, το αρχοντικό του στυλ και η επιβλητική παρουσία του δέσποζαν στη μεσαία γραμμή, το γλυκό αριστερό του πόδι έστελνε συστημένες τις ασίστ στο Δημήτρη Σαραβάκο. Ήταν η ώρα της καθιέρωσης, η απαρχή της καταξίωσης στο κορυφαίο επίπεδο.

  Καθόλου τυχαία, τη συγκεκριμένη σεζόν εντάχθηκε και στο national poll, έκανε το ντεμπούτο του με την Εθνική στα δύο φιλικά την άνοιξη του ’89 εναντίον Τουρκίας και Γιουγκοσλαβίας, είχε αναγκάσει ειδικούς και μη να συμφωνήσουν ότι είναι το επόμενο μεγάλο δεκάρι του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ο ίδιος παρέμενε απρόσιτος, εντός της ομάδας εκτός από το Σαραβάκο είχε σχέσεις με το γνώριμο από την Πάτρα Νίκο Κουρμπανά, με τον κόσμο δεν είχε προλάβει ή δεν ήθελε κι ίδιος να οικοδομήσει μια σχέση λατρείας. Εκτίμηση και αναγνώριση σίγουρα υπήρχε, αλλά ο Γεωργακόπουλος δεν ήταν ούτε "δημοσιογραφικός", ούτε έκανε δημόσιες σχέσεις.
Έτσι ήταν φτιαγμένος, αυτή ήταν η προσωπικότητά του και το έδειχνε σε κάθε ευκαιρία σε όλες τις εκδηλώσεις του Παναθηναϊκού. Την ίδια τακτική είχε ακολουθήσει και με το Βαρδινογιάννη, δεν τον "είχε από κοντά" όπως άλλοι, δεν ζητούσε εξυπηρετήσεις, δεν θεωρούσε εαυτόν κατώτερο πνευματικά. Αυτές ήταν οι αρχές που είχε από το σπίτι του, η παιδεία του ήταν πολύ πάνω του μέσου όρου σε σχέση με τον Έλληνα ποδοσφαιριστή εκείνης της εποχής και ο χαρακτήρας του ήταν τόσο κλειστός, σε βαθμό που φαινόταν "μπλαζέ" και αδιάφορος στον κόσμο.

  Συνέχιζε όμως να γοητεύει στο χορτάρι, εξακολουθούσε να ζωγραφίζει με το αριστερό του πόδι και να εντάσσει και νέα στοιχεία στο παιχνίδι του, όπως οι σωστές επιλογές ρυθμού, το μακρινό σουτ, οι "λόμπες". Έμοιαζε ολοκληρωμένος, του έλειπε μόνο η εμπειρία και τα συνεχόμενα ματς που ήταν θέμα χρόνου να συμπληρώσει και σε Παναθηναϊκό και σε Εθνική. Παρά την παρουσία του Βούλγαρου Κόλεφ που είχε εμφανιστεί σαν τρομερό δεκάρι από τη Βουλγαρία, ο Γεωργακόπουλος ήταν ο αδιαμφισβήτητος leader στη μεσαία γραμμή του Παναθηναϊκού. Το πρόβλημα ήταν και παρέμενε το no-feeling με την ομάδα και τον Πρόεδρο.

Η αντιπρόταση στον Βαρδινογιάννη και το πρόωρο τέλος

Το Νοέμβριο του ’91 που ο Γιώργος Βαρδινογιάννης τον κάλεσε και πάλι στο γραφείο του, ο Γεωργακόπουλος είχε συμπληρώσει 75 συμμετοχές με τη φανέλα του Παναθηναϊκού, είχε σκοράρει 12 φορές και ήταν ήδη διεθνής, δις πρωταθλητής και τρις κυπελλούχος Ελλάδας. Μπήκε στο γραφείο του "Καπετάνιου" βέβαιος ότι στα 26 προς 27 θα ακούσει μια προσφορά αντάξια του ταλέντου και της αξίας του. Ο Βαρδινογιάννης τον περίμενε όμως με την προσφιλή τακτική του που είχε γίνει μέχρι και ανέκδοτο εκείνη την εποχή. Ο αστικός μύθος λέει ότι όποιος ποδοσφαιριστής είχε απαιτήσεις υπέρογκες, η απάντηση που λάμβανε από τον "Καπετάνιο" ήταν αποστομωτική: "ξέρεις πόσα παίρνει ο Βαζέχα;"

  Ο Πάρης άκουσε τον Πρόεδρο του Παναθηναϊκού να του προσφέρει 75 εκατομμύρια δραχμές για πέντε χρόνια συμβολαίου, τα παραγωγικότερα της καριέρας του. Οποιοσδήποτε άλλος ποδοσφαιριστής (όπως όλοι εκείνη την εποχή) θα συνθηκολογούσε ή δεν θα έφερνε αντίρρηση στον "Πρόεδρο". Ο Γεωργακόπουλος όχι. Το θεώρησε προσβλητικό, απρεπές, ανακόλουθο και παράλογο. Είχε την… αναίδεια να αντιπροτείνει τριετές συμβόλαιο με 75 εκατομμύρια κατ’ έτος. Ο Βαρδινογιάννης τρελάθηκε, δεν του είχε ξανατύχει ποτέ τέτοια περίπτωση ποδοσφαιριστή και αποφάσισε να "τρίξει" τα δόντια: "αυτά που σου είπα ή σου κρεμάω το δελτίο" ήταν περίπου η απάντηση.
Ο Γεωργακόπουλος δε μάσησε: "ευχαριστώ, δεν θα πάρω". Αρκετά χρόνια αργότερα σε συνέντευξή του μίλησε ξεκάθαρα για εκείνη την επεισοδιακή πρόταση ανανέωσης του συμβολαίου του: "Το θέμα ήταν η αξιολόγηση που μου έγινε. Και το οικονομικό και η διάρκεια του συμβολαίου. Αρκεί να πω ότι με μια προσφορά 23 εκατομμυρίων, θα μπορούσε να με αποκτήσει οποιαδήποτε ομάδα. Και δε βρέθηκε μια ομάδα να διαθέσει 23 εκατομμύρια, όταν εγώ είχα πρόταση απ' την ομάδα μου με 75 εκατομμύρια. Δηλαδή η νοοτροπία ήταν "ή παίρνεις αυτά που σου δίνω ή δε μπορείς να πας αλλού". Σχετικά με το γιατί δεν μπορούσα να πάω αλλού, πρέπει να ανατρέξουμε στην εποχή εκείνη για να το διαπιστώσουμε".
Από το σημείο της "άρνησης" κι έπειτα, ακολούθησε η πρώτη περίπτωση mobbing στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, ο Παναθηναϊκός εκμεταλλευόμενος  τη διοικητική αστάθεια της ΑΕΚ, το θολό έως… επικίνδυνο τοπίο στον Ολυμπιακό του Σαλιαρέλη και των αδελφών Μπανασάκη και την παντοδυναμία του Πρόεδρου του, κυριολεκτικά "έκοψε τη μπάλα" στον Πάρη Γεωργακόπουλο. Όταν μετά από μήνες ο Ολυμπιακός απέκτησε κανονική διοίκηση με προεδρεύοντα το Σταύρο Νταϊφά και επίδοξο ιδιοκτήτη το Σωκράτη Κόκκαλη, πλησίασε τον ποδοσφαιριστή και προσπάθησε να τον αποκτήσει. Ο Βαρδινογιάννης όμως είχε προλάβει να ανανεώσει μονομερώς το συμβόλαιο, κατέθετε κανονικά τα χρήματα στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και αξίωσε...μισό δισεκατομμύριο για να τον παραχωρήσει!

  Επί της ουσίας δεν υπήρχε άλλη επιλογή για τον ποδοσφαιριστή, είτε θα ενέδιδε στην πρόταση του Βαρδινογιάννη που είχε απορρίψει είτε θα σταματούσε το ποδόσφαιρο στα 27 του χρόνια. Αξιοπρεπής και ανεξάρτητος ων, επέλεξε το δεύτερο. Έφυγε από την Παιανία, έριξε μαύρη πέτρα πίσω του και αποφάσισε να ολοκληρώσει τις σπουδές του στο ΕΜΠ. Πήρε το πτυχίο του, επέστρεψε στην Πάτρα και έγινε Πολιτικός Μηχανικός. Στις εφημερίδες κυκλοφορούσαν αντικρουόμενες απόψεις, ότι ο παίκτης ζήτησε τον ουρανό με τ’ άστρα, ότι "δε γούσταρε", ότι επέλεξε να σταματήσει ο ίδιος. Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ όμως ήξεραν, παρότι ο ποδοσφαιριστής δεν μιλούσε.

Όταν αποφάσισε να μιλήσει

Μίλησε έξι χρόνια αργότερα, στο περιοδικό Active και ήταν σαφέστατος: "Ο τρόπος με τον οποίο έφυγα, νομίζω ότι έχει καταγραφεί απ' όλους. Εγώ δεν έχω πικρίες. Δεν είναι ο χαρακτήρας μου να έχω πικρίες. Δεν τσακώθηκα με κανέναν. Είδες ποτέ να δώσω συνέντευξη εκείνη την εποχή και να σχολιάσω οτιδήποτε; Θα μπορούσα να πω πολλά πράγματα που γίνονταν. Αλλά, είναι και το άλλο. Πικρίες έχει κάποιος που περιμένει κάτι. Εγώ ήξερα τι θα συμβεί, δε μου ήρθε ξαφνικό. Ήξερα τι θα συμβεί γιατί ήξερα με ποιους μιλάω. Και μπορείτε να ρωτήσετε και κάποιους συμπαίκτες μου τότε, που πολύ νωρίτερα του έλεγα "παιδιά, εγώ θα πάω σπίτι μου". Και αισθάνομαι καλά που κάποιοι άνθρωποι τώρα με θυμούνται γι' αυτή τη στάση μου. Αυτή είναι και η ηθική ικανοποίηση, που δεν νομίζω ότι υπάρχει στην άλλη πλευρά. Για τρία χρόνια συνέχεια λάμβανα προσκλήσεις να ανέβω στην Αθήνα. Δυο-τρεις φορές το χρόνο με καλούσαν, αλλά με αόριστες προθέσεις. Κατά τα άλλα, δεν νομίζω ότι θα άλλαζε τίποτα, εκτός από το ότι μια επαγγελματική διαφωνία ζημίωσε και τους δυο μας. Άλλον ηθικά, άλλον οικονομικά".
Ο Πάρης αφοσιώθηκε στην επιστήμη του, εξαφανίστηκε πραγματικά από το χώρο κλείνοντας όλες τις πόρτες πίσω του. Εξακολούθησε βέβαια να παίζει ποδόσφαιρο με τους φίλους του στην Πάτρα, το μικρόβιο δεν μπορούσε να το αποβάλλει από μέσα του. Το 2004 όταν η Παναχαϊκή προσπάθησε να ανοικοδομηθεί, πέρασε ένα διάστημα από τη θέση του Διευθυντή ποδοσφαίρου, δεν άντεξε ούτε τρίμηνο σε έναν χώρο που πλέον του ήταν εντελώς ξένος και ολότελα διαφορετικός από εκείνον που θυμόταν. Αποσύρθηκε και πάλι πριν τον καλέσει ο τότε Υφυπουργός Αθλητισμού Γιώργος Ορφανός προκειμένου να ενταχθεί στη σχετικά νεοσύστατη (τέθηκε εν ισχύ με το Ν. 2725 το 1999) Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού.

  Αργότερα και χάρη στις φιλοκυβερνητικές σχέσεις του, ήταν ο εκλεκτός και για το αξίωμα του Προέδρου της ΕΠΟ απέναντι στο αδιαφιλονίκητο φαβορί Βασίλη Γκαγκάτση, στις εκλογές του 2008. Ο Γκαγκάτσης όπως αναμενόταν δεν έχανε ούτε από τον…Ομπάμα και λίγες ημέρες πριν τις εκλογές, ο Γεωργακόπουλος απέσυρε την υποψηφιότητά του, που εκτός από το Υπουργείο Αθλητισμού, είχε και τη στήριξη του φρέσκου τότε πολυμετοχικού Παναθηναϊκού. Για την ιστορία, ο Βασίλης Γκαγκάτσης επανεξελέγη με 46 ψήφους σε σύνολο 47 ψηφισάντων…

  Σήμερα, ο Πάρης (Παρασκευάς) Γεωργακόπουλος ασκεί το επάγγελμα του Πολιτικού Μηχανικού στην Πάτρα, είναι αιρετό μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του Τεχνικού Επιμελητηρίου στο Τμήμα της Δυτικής Ελλάδας και όποτε του δίνεται η ευκαιρία παίζει ποδόσφαιρο είτε με τους φίλους του είτε σε αγώνες παλαιμάχων. Έχει σχεδόν το ίδιο κέφι με τότε που τον πρωτογνωρίσαμε, είναι το ίδιο fit, ο χρόνος είναι γενναιόδωρος μαζί του παρά το γεγονός ότι διανύει το 51ο έτος της ηλικίας του. Όπως και τότε, του αρκεί ένα άγγιγμα με το αριστερό του πόδι και η μπάλα υπακούει, κατευθύνεται εκεί που τη διατάζει. Ήταν, είναι και θα παραμείνει, ένα από τα μεγαλύτερα αυθεντικά ταλέντα που αναδείχθηκαν στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο και η εξαίρεση στον κανόνα, αφού δεν προλάβαμε να τον χαρούμε ποτέ όσο του άξιζε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου