Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013

Πρώτη μέρα διακοπών κι είναι η πρώτη φορά που φοβάμαι απ’ την αρχή πόσο γρήγορα θα τελειώσουν

sea21.08. Πρώτη μέρα των διακοπών και είναι η πρώτη φορά που φοβάμαι από την αρχή το πόσο γρήγορα θα τελειώσουν. Δεν θα αφήσω βέβαια αυτή την τάση να δηλητηριάσει την χαρά μου, περίμενα πως και τι να φύγω εδώ και μήνες και τώρα θέλω να πάνε όλα τέλεια.
Έφτασα 7 το πρωί, το νησί ζούσε ακόμα στον απόηχο της βραδινής φρενίτιδας. Το δωμάτιο προφανώς και δεν ήταν έτοιμο και έτσι άφησα τα πράγματα μου στην αυλή και κατηφόρισα στο παλιό λιμάνι να πιω ένα καφέ.  Δεν πρόφτασα να βγω από το σοκάκι στο άνοιγμα με τη προτομή της Μπουμπουλίνας και ένας νεαρός τρεκλίζοντας σχεδόν έβγαλε ένα αναφωνητό ενθουσιασμού βλέποντας με. Έτρεξε όπως όπως καταπάνω μου και με αγκάλιασε φιλώντας με στο λαιμό.

Με έπιασε νευρικό γέλιο, ή γέλιο αμηχανίας, δεν ξέρω. Σε κλάσματα δευτερολέπτου όμως, αποφάσισα να αγνοήσω τον αδιάφορο κατά τα άλλα περαστικό κόσμο και να προσπαθήσω να συνεφέρω τον τυπάκο από το κακό μεθύσι του. Ο νεαρός ήταν λερωμένος, πάρα πολύ φτιαγμένος και μην έχοντας ούτε πλήρη συναίσθηση της πραγματικότητας αλλά ούτε και πλήρη ικανότητα να επικοινωνήσει. Δεν είμαι και χθεσινός, drugs είχε πάρει.
Αφού τον ηρέμησα λίγο και τον κάθισα σε ένα τραπέζι, έμαθα ότι τον λένε Κώστα. Παράγγειλα ένα φραπέ και προσπαθούσα να του αποσπάσω τι ακριβώς έχει πάρει. Σιωπή ο Κώστας… Προσπαθούσα να μου πει το τηλέφωνο ενός φίλου του για να τον καλέσω, εις μάτην…  Ξαφνικά εκεί που είχε ησυχάσει επικίνδυνα και φοβόμουν ότι θα κοιμηθεί, πετιέται πάνω και αρχίζει έναν ξέφρενο χορό ξυπόλυτος, έναν χορό που θα μπορούσε να είναι ινδιάνικος ή αφρικανικός ίσως. Βάλθηκε να χοροπηδάει ρυθμικά πάνω στις πλάκες χτυπώντας δυνατά τις πατούσες του, βγάζοντας μικρές κραυγές και κάνοντας στριφογυρίσματα με τα χέρια ανοιχτά.
Κώστα! Κώστα! Καμία απόκριση ο Κώστας.
Είχε αδειάσει και τις τσέπες του στο τραπέζι από πριν, ένα μπουκάλι με υγρό φακών επαφής, ένα κινητό τηλέφωνο i-phone, τα τσιγάρα του, και μια πιστωτική κάρτα. Ο Κώστας ξεμάκρυνε χορεύοντας και δεν ήξερα τι να κάνω. Πλήρωσα όσο πιο γρήγορα μπορούσα τον φραπέ και έτρεξα ξωπίσω του, στο στενάκι που είδα ότι έστριψε χορεύοντας. Τον βρήκα ακουμπισμένο σε ένα πεζούλι ακίνητο, του έδωσα νερό και δύο τρία σκαμπίλια και άρχισε επιτέλους να συνέρχεται. Του έβαλα τα πράγματα του στις τσέπες και αφού σιγουρεύτηκα ότι μπορούσε να περπατήσει τον άφησα.
Ουφ… Αγχώθηκα η αλήθεια είναι.
Εντυπωσιακή αρχή για διακοπές, σκέφτηκα. Αυτά έχουν οι κραιπάλες και δυστυχώς μερικές φορές στοιχίζουν και ανθρώπινες ζωές. Αλλά τα έχουμε πει αυτά, αν θες να ρισκάρεις συνειδητά εγώ θα είμαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα σε αποτρέψω. Θα ήμουν ο πλέον ακατάλληλος…
Συνέχισα λίγο την βόλτα μου στα καλντερίμια. Ήταν η ώρα όπου η διαλεκτική του φωτός με τις πάμπολλες καμπύλες, καμπαναριά, πέργκολες, ταράτσες και κάθε επιφάνεια, δεν ήταν απλά παιχνιδιάρικη αλλά και άκρως κινηματογραφική. Άρχισα να τραβάω όγκους, και σκιές, και συναίσθημα, άφησα τη ματιά μου να οδηγηθεί από τις ακτίνες του ήλιου. Μετά από τριάντα πόζες εξερεύνησα το αποτέλεσμα, μου άρεσε. Τα κάδρα μου ποικίλουν στα στησίματα, άλλα τα αφήνω να αναπνέουν και άλλα τα πνίγω στην σημειολογία τους.
Έχω ταξιδέψει αρκετά, όχι πάρα πολύ, αλλά τόσο ώστε να μπορώ να κάνω συγκρίσεις από τόπο σε τόπο. Και ωριμάζοντας κατάλαβα ότι αυτό που μας προσάπτουν, στους Έλληνες, ότι έχουμε στην ζωή μας αναρχία σε πολλά επίπεδα, είναι ουσιαστικά το στοιχείο αυτό που μας κάνει και μοναδικούς. Δεν μιλώ για την άσχημη αναρχία των τελευταίων δεκαετιών, την κακώς εννοούμενη αναρχία. Μιλώ για την αναρχία που πηγάζει από το ελληνικό συναίσθημα, αυτή που έχτισε παρεκκλήσια πάνω σε θαλασσοδαρμένους βράχους και ταπεινά ασβεστωμένα σπίτια στα νησιά. Αυτή την αναρχία που εξοικείωσε πλήρως την φύση με τον άνθρωπο, τα πάντρεψε αρμονικά.
IMG_3169
Η δική μας αναρχία όσο αφορά για παράδειγμα την λαϊκή αρχιτεκτονική δεν έχει καμία παραφωνία με το περιβάλλον. Έχει πλήρη εναρμόνιση με τον ήλιο, τον άνεμο, την βροχή, την θάλασσα, το βουνό, τον Θεό…
Μετά την φωτογράφιση συνάντησα τα ρεμάλια τους φίλους μου που σάπιζαν στην μικρή αυλή των δωματίων περιμένοντας. Πήγαμε σε μια χλιδάτη παραλία και επειδή δεν είχε πολύ κόσμο δεν με χάλασε καθόλου το ακριβό σκηνικό. Ο Αίολος είχε τα κέφια του και μας χάιδευε νωχελικά δροσίζοντας μας από την κάψα του αφέντη ήλιου, η θέα απλά μαγική και καθάρια μέχρι εκεί που μπορούσε να φτάσει το μάτι, το νερό γαλάζιο κρύσταλλο σαν ελιξήριο νιότης και μια απαλή μουσική που δεν ήταν καθόλου ενοχλητική. Ούτε παιδάκια να γκαρίζουν, ούτε ρακέτες, ούτε τσόκαρα, ούτε καυγάδες, όλα ήταν τέλεια.
Η ώρα πέρασε και πεινάσαμε, πεθύμησα ψαρομεζέ με ουζάκι. Καθίσαμε σε μια ταβέρνα και μέσα σε όλα παράγγειλα και γαύρο μαρινάτο. Ο κατάλογος έγραφε 6 ευρώ. Ας πάει στο καλό σκέφτηκα, δεν πειράζει. Σκάει μύτη το πιάτο και μου ανάβουν τα λαμπάκια: Έξι φιλέτα γαύρου, ξαπλωμένα σε ισάριθμα φύλλα μαρουλιού και κάτι ψευτοπρασινάδες να χάσκουν εδώ και εκεί. Συνήθως κάνω φασαρία, αλλά είπαμε, διακοπές είναι, μην χαλάσουμε το κλίμα. Το κατάπια…
Και μεταφορικά αλλά και ουσιαστικά το κατάπια όμως. Διότι ο τύπος δεν είχε ιδέα πως να φτιάξει ένα μαριναρισμένο γαύρο της προκοπής… Γαμώ την ατυχία μου… λολ.
Τώρα που τα γράφω αυτά, περασμένο απόγευμα, καθήμενος σε ένα καφέ στην χώρα, σκέφτομαι ότι αυτό θα ήθελα να κάνω πάντα: Να γράφω για ότι συμβαίνει γύρω μου, όχι για τα δρομολογημένα συμβάντα, τα φτιαχτά, αλλά για όλα εκείνα τα απροσδόκητα, τα ανθρώπινα. Θέλω παραστάσεις, θέλω εμπειρίες, θέλω ζωή. Αλλιώς μαραζώνω.
Άλλες φορές καταφέρνω να ζω και άλλες όχι, σήμερα ήταν σίγουρα μια γεμάτη ημέρα, πλούσια και απολαυστική. Μακάρι να έχω πολλές τέτοιες ημέρες, ωραίες ημέρες μαριναρισμένες σε ξύδι, λάδι και αλάτι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου