Ο Μιχάλης Χάλαρης, μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής των Κινήσεων Πολιτών για την Σοσιαλδημοκρατία και μέλος της επιτροπής ανασυγκρότησης της Σοσιαλδημοκρατίας και π. Ειδικός Γραμματεάς τους Υπουργείου Εργασίας, δήλωσε σχετικά με το
νομοσχέδιο για το νέο Ασφαλιστικό που παρουσίασε χθες ο Γ. Κατρούγκαλος
και το οποίο θα αποτελέσει τη βάση της διαπραγμάτευσης με τους Θεσμούς τα εξής:
"Παρακολουθώντας τον δημόσιο διάλογο που αναπτύσεται για το ασφαλιστικό μας σύστημα οφείλω να καταθέσω την πεποίθηση μου ότι το πρόβλημα επίλυσης του ασφαλιστικού είναι άμεσα συνδεδεμένο με την αντιμετώπιση της ανεργίας, των υψηλών ποσοστών αδήλωτης εργασίας και της αρνητικής ανάπτυξης.
Παράλληλα παρουσιάζω εκ νέου τις απόψεις μου σχετικά με την αντίμετωπιση της αδήλωτης εργασίας που δημοσιοποίησα τον αύγουστο του 2013 και οι οποίες παραμένουν επίκαιρες. Επίσης αναδεικνύεται η αντίφαση των έργων της σημερινής κυβέρνησης με τις απαιτήσεις των δανειστών μας στο θέμα της αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών που προτείνεται σήμερα ενώ το 2013 ζητούμενο ήταν η μείωση τουςμε δημοσιονομικά ουδέτερο τρόπο. Ακολουθούν οι πάγιες απόψεις επί του θέματος.
"Παρακολουθώντας τον δημόσιο διάλογο που αναπτύσεται για το ασφαλιστικό μας σύστημα οφείλω να καταθέσω την πεποίθηση μου ότι το πρόβλημα επίλυσης του ασφαλιστικού είναι άμεσα συνδεδεμένο με την αντιμετώπιση της ανεργίας, των υψηλών ποσοστών αδήλωτης εργασίας και της αρνητικής ανάπτυξης.
Παράλληλα παρουσιάζω εκ νέου τις απόψεις μου σχετικά με την αντίμετωπιση της αδήλωτης εργασίας που δημοσιοποίησα τον αύγουστο του 2013 και οι οποίες παραμένουν επίκαιρες. Επίσης αναδεικνύεται η αντίφαση των έργων της σημερινής κυβέρνησης με τις απαιτήσεις των δανειστών μας στο θέμα της αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών που προτείνεται σήμερα ενώ το 2013 ζητούμενο ήταν η μείωση τουςμε δημοσιονομικά ουδέτερο τρόπο. Ακολουθούν οι πάγιες απόψεις επί του θέματος.
Αναφορικά
με τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών θα πρέπει να επισημανθεί ότι,
σύμφωνα με όλες τις μελέτες, η Ελλάδα, ενώ συγκαταλέγεται στις χώρες με
τη χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση του εισοδήματος από εργασία, έχει
υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, που, βεβαίως, δεν συνοδεύονται από την
αντίστοιχη ανταποδοτικότητα του ασφαλιστικού συστήματος, η οποία,
εξακολουθεί να παραμένει ζητούμενο. Πιο συγκεκριμένα η επιβάρυνση από
φόρους και ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών, ανέρχεται
στο 38% του συνολικού μισθολογικού κόστους. Από αυτό το 3% αφορά φόρους,
το 12,8% ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλουν οι μισθωτοί και το
υπόλοιπο 22,2% είναι το ποσοστό των εργοδοτικών εισφορών.
Το ΔΝΤ, με την πρότασή του, προσδοκά, προκειμένου να διευκολυνθούν οι επενδύσεις, να μειωθεί το μη μισθολογικό εργοδοτικό κόστος. Και προς εξισορρόπηση των απωλειών - που προφανώς θα έχουν τα Ταμεία - θα πρέπει, κατά το ΔΝΤ να βρεθούν άλλες λύσεις, όπως η αύξηση κάποιων έμμεσων φόρων.
Η απάντηση, όμως, μπορεί να βρεθεί μέσα από την αντιμετώπιση ενός ζοφερού για την οικονομία, αλλά και την κοινωνία, προβλήματος, την αδήλωτη εργασία. Την ώρα κατά την οποία τα Ταμεία βρίσκονται στη δίνη της μεγάλης ύφεσης που περνά η χώρα, καθίσταται απαίτηση η Κυβέρνηση να εκπονήσει και να υλοποιήσει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα πάταξης της αδήλωτης εργασίας. Στη χώρα μας η αδήλωτη εργασία εκτιμάται ότι κινείται μεταξύ 26% και 33%, ποσοστό που ανεβαίνει κατακόρυφα σε κλάδους με εποχιακή απασχόληση. Με βάση δε ημι-εμπειρικούς υπολογισμούς η ετήσια απώλεια των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης από την αδήλωτη εργασία ξεπερνά τα 2 δις ευρώ. Στις ανωτέρω απώλειες δεν υπολογίζονται αυτές όπου οι επιχειρήσεις παρακρατούν τις ασφαλιστικές εισφορές, αλλά δεν τις αποδίδουν στους ΦΚΑ.
Είναι εύκολα συναγόμενο συνεπώς ότι η αδήλωτη εργασία είναι ένα σοβαρό θέμα με δραματικές προεκτάσεις, τόσο για την οικονομία της χώρας μας, όσο και για την καταστρατήγηση της εργατικής νομοθεσίας σε επίπεδο εργασιακών δικαιωμάτων και ασφάλειας και υγείας στην εργασία, ενώ παράλληλα «θρέφει» τον αθέμιτο ανταγωνισμό, πλήττοντας την υγιή επιχειρηματικότητα. Τα μέχρι σήμερα ευχολόγια δεν φαίνεται να αποδίδουν και οι όποιες απόπειρες αντιμετώπισης του φαινομένου έγιναν δεν είχαν συνέχεια και τελικά συνέπεια. Χρειάζονται, επομένως, λιγότερα λόγια, περισσότερα έργα και κυρίως χρειάζεται η συστράτευση όλων των υγιών δυνάμεων ώστε να μειωθεί δραστικά η αδήλωτη εργασία στη χώρα μας, με πρώτο στόχο να περιοριστεί, τουλάχιστον, στον αντίστοιχο μέσο όρο της Ευρωζώνης. Τι οφείλει, κατά την άποψή μου, να πράξει η Κυβέρνηση, χωρίς περαιτέρω χρονοτριβήσεις, μέσα από ένα ορθολογικό σχεδιασμό και με ένα πολύ συγκεκριμένο και συντονισμένο πλαίσιο :
α) Να προχωρήσει άμεσα στην ενεργοποίηση του νομοθετημένου θεσμού της Κάρτας Εργασίας με στοχευμένη εφαρμογή σε επιχειρήσεις υψηλής παραβατικότητας και βασιζόμενη στο κίνητρο έκπτωσης ασφαλιστικών εισφορών, υπό τις προϋποθέσεις της συνεπούς καταβολής τρεχουσών εισφορών και της ρύθμισης κεφαλαιοποιημένων οφειλών παρελθόντων ετών.
β) Να μεριμνήσει για την ευρύτερη δημοσιοποίηση και επέκταση του θεσμού του εργοσήμου, ώστε να ενταχθεί στο ασφαλιστικό σύστημα το οικόσιτο προσωπικό, οι προσφέροντες υπηρεσίες κατ’ οίκον, οι εργάτες του πρωτογενούς τομέα και οι περιστασιακά εργαζόμενοι.
γ) Να ενισχύσει ουσιαστικά και να αναβαθμίσει το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), έναν γίγαντα σε νάρκη, και, παράλληλα, να δομήσει ένα ακριβές και λειτουργικό πλαίσιο συνεργασίας και αλληλοενημέρωσης με τους υπόλοιπους ελεγκτικούς μηχανισμούς και κυρίως την ΕΥΠΕΑ. Να θέσει στην υπηρεσία των ελεγκτικών μηχανισμών τη χρήση εργαλείων όπως τη στατιστική απεικόνιση, ένα βοήθημα για ακριβέστερη στόχευση, προκειμένου να δοθεί προτεραιότητα στους κλάδους όπου το φαινόμενο παρουσιάζεται αυξημένο. Άμεσος στόχος θα πρέπει να είναι, φυσικά, η αύξηση τόσο των ποσοτικών όσο και των ποιοτικών στοιχείων των ελέγχων και η εγκαθίδρυση στην κοινή συνείδηση ότι ο έλεγχος είναι υπαρκτός, άμεσος, αποτελεσματικός, αυστηρός και σε ώρες και μέρες μη αναμενόμενες. Βεβαίως, αν είναι πραγματική επιδίωξη η ανασύσταση του ΣΕΠΕ να μην παραμείνει «όνειρο θερινής νυκτός» και να οδηγηθούμε, επιτέλους, σε μια νέα θεώρηση της Επιθεώρησης Εργασίας στη χώρα μας, θα πρέπει να ληφθεί η απόφαση να καμφθούν νοοτροπίες και να ξεπεραστούν οριστικά οι όποιες συντεχνιακές θεωρήσεις.
δ) Τέλος, θα πρέπει να έχει το σθένος να παραμείνει συνεπής στις όποιες τομές έχουν επιχειρηθεί να γίνουν, χωρίς να οπισθοχωρεί σε συντεχνιακά ή άλλα συμφέροντα. Δεν μπορούμε να μιλάμε για καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και μάλιστα με βαρύγδουπες εξαγγελίες εν μέσω θέρους και ταυτόχρονα να καταργούμε διατάξεις που, έστω και με αφετηριακή αρχή τις μνημονιακές επιταγές, κινήθηκαν προς την κατεύθυνση της οριστικής ρήξης με ιδιοτελή, κερδοσκοπικά συμφέροντα που λειτουργούν εις βάρος των εργαζομένων και της υγιούς επιχειρηματικότητας. Αναφέρω τη ρύθμιση που το 2011 εισήχθη στο δίκαιο μας με τον νόμο 3996 για την αναμόρφωση του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, σύμφωνα με την οποία έμπαινε ένα τέλος στην πρακτική των εργοδοτών που ενέπαιζαν την Πολιτεία και τα ελεγκτικά της όργανα, "παρουσιάζοντας" όλους τους αδήλωτους εργαζόμενους ως άρτι προσληφθέντες ή ως αιφνιδιαστικής αλλαγής του προγράμματος. Με το άρθρο 30 του ν.3996/11 οι όποιες προσλήψεις έπρεπε να δηλωθούν αυθημερόν! Μια πραγματικά καινοτόμο προσέγγιση της προληπτικής καταπολέμησης της αδήλωτης εργασίας που ήρθε να ταράξει τα νερά. Μια προσέγγιση, όμως, που εγκαταλείφθηκε με μεταγενέστερο νόμο, υποκυπτόμενη -η ρύθμιση άραγε;- στις έντονες πιέσεις από εργοδοτικής μεριάς. Είναι ευθύνη της Πολιτείας να επαναπροσδιορίσει τα θέλω της και τις προτεραιότητές της. Θα συνεχίσει μια πολιτική πρακτική δεκαετιών που οσφυοκαμπτούσε ενώπιον των διαφόρων συμφερόντων και "πειστικών" επιχειρημάτων ή θα κάνει πράξη το όνειρο; Θα πρέπει, θεωρώ, η εν λόγω διάταξη να επανεξεταστεί, γιατί αν θέλουμε να έχουμε πρέπει και να προσέχουμε...
Οι στοχευμένες αυτές ενέργειες σε συνδυασμό με το τρίπτυχο για α) στήριξη της νόμιμης εργασίας μέσω της διατήρησης θέσεων εργασίας και της δημιουργίας νέων, β) γενικότερη αναμόρφωση της πολιτικής παροχής κοινωνικών επιδομάτων με βελτίωση της αποτελεσματικότητάς τους και γ) διασφάλιση ρυθμισμένων εργασιακών σχέσεων ανεξαρτήτως μορφής εργασίας, αποτελούν το «κλειδί» που θα ανοίξει διεξόδους από το νοσηρό φαινόμενο της αδήλωτης εργασίας. Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες και η μέριμνα για τη στήριξη της επιχειρηματικότητας, ιδίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καθώς και η εφαρμογή της νομοθεσίας για την πάταξη της παράνομης απασχόλησης των μεταναστών –παράνομων και μη – σε αλληλουχία με τις προεκτεθείσες ενέργειες μπορούν να μας κάνουν να αισιοδοξούμε ότι ένα από τα πλοκάμια της παραοικονομίας, η αδήλωτη εργασία, μπορεί να νικηθεί και να μας οδηγήσει στο ευκταίο, τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών με δημοσιονομικά ουδέτερο τρόπο."
Το ΔΝΤ, με την πρότασή του, προσδοκά, προκειμένου να διευκολυνθούν οι επενδύσεις, να μειωθεί το μη μισθολογικό εργοδοτικό κόστος. Και προς εξισορρόπηση των απωλειών - που προφανώς θα έχουν τα Ταμεία - θα πρέπει, κατά το ΔΝΤ να βρεθούν άλλες λύσεις, όπως η αύξηση κάποιων έμμεσων φόρων.
Η απάντηση, όμως, μπορεί να βρεθεί μέσα από την αντιμετώπιση ενός ζοφερού για την οικονομία, αλλά και την κοινωνία, προβλήματος, την αδήλωτη εργασία. Την ώρα κατά την οποία τα Ταμεία βρίσκονται στη δίνη της μεγάλης ύφεσης που περνά η χώρα, καθίσταται απαίτηση η Κυβέρνηση να εκπονήσει και να υλοποιήσει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα πάταξης της αδήλωτης εργασίας. Στη χώρα μας η αδήλωτη εργασία εκτιμάται ότι κινείται μεταξύ 26% και 33%, ποσοστό που ανεβαίνει κατακόρυφα σε κλάδους με εποχιακή απασχόληση. Με βάση δε ημι-εμπειρικούς υπολογισμούς η ετήσια απώλεια των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης από την αδήλωτη εργασία ξεπερνά τα 2 δις ευρώ. Στις ανωτέρω απώλειες δεν υπολογίζονται αυτές όπου οι επιχειρήσεις παρακρατούν τις ασφαλιστικές εισφορές, αλλά δεν τις αποδίδουν στους ΦΚΑ.
Είναι εύκολα συναγόμενο συνεπώς ότι η αδήλωτη εργασία είναι ένα σοβαρό θέμα με δραματικές προεκτάσεις, τόσο για την οικονομία της χώρας μας, όσο και για την καταστρατήγηση της εργατικής νομοθεσίας σε επίπεδο εργασιακών δικαιωμάτων και ασφάλειας και υγείας στην εργασία, ενώ παράλληλα «θρέφει» τον αθέμιτο ανταγωνισμό, πλήττοντας την υγιή επιχειρηματικότητα. Τα μέχρι σήμερα ευχολόγια δεν φαίνεται να αποδίδουν και οι όποιες απόπειρες αντιμετώπισης του φαινομένου έγιναν δεν είχαν συνέχεια και τελικά συνέπεια. Χρειάζονται, επομένως, λιγότερα λόγια, περισσότερα έργα και κυρίως χρειάζεται η συστράτευση όλων των υγιών δυνάμεων ώστε να μειωθεί δραστικά η αδήλωτη εργασία στη χώρα μας, με πρώτο στόχο να περιοριστεί, τουλάχιστον, στον αντίστοιχο μέσο όρο της Ευρωζώνης. Τι οφείλει, κατά την άποψή μου, να πράξει η Κυβέρνηση, χωρίς περαιτέρω χρονοτριβήσεις, μέσα από ένα ορθολογικό σχεδιασμό και με ένα πολύ συγκεκριμένο και συντονισμένο πλαίσιο :
α) Να προχωρήσει άμεσα στην ενεργοποίηση του νομοθετημένου θεσμού της Κάρτας Εργασίας με στοχευμένη εφαρμογή σε επιχειρήσεις υψηλής παραβατικότητας και βασιζόμενη στο κίνητρο έκπτωσης ασφαλιστικών εισφορών, υπό τις προϋποθέσεις της συνεπούς καταβολής τρεχουσών εισφορών και της ρύθμισης κεφαλαιοποιημένων οφειλών παρελθόντων ετών.
β) Να μεριμνήσει για την ευρύτερη δημοσιοποίηση και επέκταση του θεσμού του εργοσήμου, ώστε να ενταχθεί στο ασφαλιστικό σύστημα το οικόσιτο προσωπικό, οι προσφέροντες υπηρεσίες κατ’ οίκον, οι εργάτες του πρωτογενούς τομέα και οι περιστασιακά εργαζόμενοι.
γ) Να ενισχύσει ουσιαστικά και να αναβαθμίσει το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), έναν γίγαντα σε νάρκη, και, παράλληλα, να δομήσει ένα ακριβές και λειτουργικό πλαίσιο συνεργασίας και αλληλοενημέρωσης με τους υπόλοιπους ελεγκτικούς μηχανισμούς και κυρίως την ΕΥΠΕΑ. Να θέσει στην υπηρεσία των ελεγκτικών μηχανισμών τη χρήση εργαλείων όπως τη στατιστική απεικόνιση, ένα βοήθημα για ακριβέστερη στόχευση, προκειμένου να δοθεί προτεραιότητα στους κλάδους όπου το φαινόμενο παρουσιάζεται αυξημένο. Άμεσος στόχος θα πρέπει να είναι, φυσικά, η αύξηση τόσο των ποσοτικών όσο και των ποιοτικών στοιχείων των ελέγχων και η εγκαθίδρυση στην κοινή συνείδηση ότι ο έλεγχος είναι υπαρκτός, άμεσος, αποτελεσματικός, αυστηρός και σε ώρες και μέρες μη αναμενόμενες. Βεβαίως, αν είναι πραγματική επιδίωξη η ανασύσταση του ΣΕΠΕ να μην παραμείνει «όνειρο θερινής νυκτός» και να οδηγηθούμε, επιτέλους, σε μια νέα θεώρηση της Επιθεώρησης Εργασίας στη χώρα μας, θα πρέπει να ληφθεί η απόφαση να καμφθούν νοοτροπίες και να ξεπεραστούν οριστικά οι όποιες συντεχνιακές θεωρήσεις.
δ) Τέλος, θα πρέπει να έχει το σθένος να παραμείνει συνεπής στις όποιες τομές έχουν επιχειρηθεί να γίνουν, χωρίς να οπισθοχωρεί σε συντεχνιακά ή άλλα συμφέροντα. Δεν μπορούμε να μιλάμε για καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και μάλιστα με βαρύγδουπες εξαγγελίες εν μέσω θέρους και ταυτόχρονα να καταργούμε διατάξεις που, έστω και με αφετηριακή αρχή τις μνημονιακές επιταγές, κινήθηκαν προς την κατεύθυνση της οριστικής ρήξης με ιδιοτελή, κερδοσκοπικά συμφέροντα που λειτουργούν εις βάρος των εργαζομένων και της υγιούς επιχειρηματικότητας. Αναφέρω τη ρύθμιση που το 2011 εισήχθη στο δίκαιο μας με τον νόμο 3996 για την αναμόρφωση του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, σύμφωνα με την οποία έμπαινε ένα τέλος στην πρακτική των εργοδοτών που ενέπαιζαν την Πολιτεία και τα ελεγκτικά της όργανα, "παρουσιάζοντας" όλους τους αδήλωτους εργαζόμενους ως άρτι προσληφθέντες ή ως αιφνιδιαστικής αλλαγής του προγράμματος. Με το άρθρο 30 του ν.3996/11 οι όποιες προσλήψεις έπρεπε να δηλωθούν αυθημερόν! Μια πραγματικά καινοτόμο προσέγγιση της προληπτικής καταπολέμησης της αδήλωτης εργασίας που ήρθε να ταράξει τα νερά. Μια προσέγγιση, όμως, που εγκαταλείφθηκε με μεταγενέστερο νόμο, υποκυπτόμενη -η ρύθμιση άραγε;- στις έντονες πιέσεις από εργοδοτικής μεριάς. Είναι ευθύνη της Πολιτείας να επαναπροσδιορίσει τα θέλω της και τις προτεραιότητές της. Θα συνεχίσει μια πολιτική πρακτική δεκαετιών που οσφυοκαμπτούσε ενώπιον των διαφόρων συμφερόντων και "πειστικών" επιχειρημάτων ή θα κάνει πράξη το όνειρο; Θα πρέπει, θεωρώ, η εν λόγω διάταξη να επανεξεταστεί, γιατί αν θέλουμε να έχουμε πρέπει και να προσέχουμε...
Οι στοχευμένες αυτές ενέργειες σε συνδυασμό με το τρίπτυχο για α) στήριξη της νόμιμης εργασίας μέσω της διατήρησης θέσεων εργασίας και της δημιουργίας νέων, β) γενικότερη αναμόρφωση της πολιτικής παροχής κοινωνικών επιδομάτων με βελτίωση της αποτελεσματικότητάς τους και γ) διασφάλιση ρυθμισμένων εργασιακών σχέσεων ανεξαρτήτως μορφής εργασίας, αποτελούν το «κλειδί» που θα ανοίξει διεξόδους από το νοσηρό φαινόμενο της αδήλωτης εργασίας. Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες και η μέριμνα για τη στήριξη της επιχειρηματικότητας, ιδίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καθώς και η εφαρμογή της νομοθεσίας για την πάταξη της παράνομης απασχόλησης των μεταναστών –παράνομων και μη – σε αλληλουχία με τις προεκτεθείσες ενέργειες μπορούν να μας κάνουν να αισιοδοξούμε ότι ένα από τα πλοκάμια της παραοικονομίας, η αδήλωτη εργασία, μπορεί να νικηθεί και να μας οδηγήσει στο ευκταίο, τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών με δημοσιονομικά ουδέτερο τρόπο."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου