O Τhoureios ευχαριστεί τον Σ. ΓΥΦΡΑΚΗ για τις συλλογές
που του στέλνει και καθιστά τους επισκέπτες πλουσιότερους στο πνεύμα.
ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ
ΜΑΒΙΛΗΣ
ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ
Του Σωτήρη Ε.
Γυφτάκη
Ο εξαίρετος ποιητής των σονέτων , ο πιότερο
ένθερμος πατριώτης, που πρόσφερε την ίδια του τη ζωή στην υπηρεσία των
ιδανικών της πατρίδας, γεννήθηκε πριν
από εκατόν πενήντα χρόνια ακριβώς, 1860, στην ιστορική Ιθάκη, από Ελληνοισπανό
πατέρα, που ως δικαστής υπηρετούσε στην Ιόνιο Πολιτεία. Γόνος αριστοκρατικής
οικογένειας.
Ο
παππούς του Λορέντζος υπήρξε πρεσβευτής
της Ισπανίας στα Ιόνια νησιά, όπου κι
έζησε πάνω από μια δεκαετία, παντρεύτηκε Κερκυραία αριστοκράτισσα και έκτοτε
παρέμεινε εκεί ως πολιτογραφημένος πολίτης της Ιόνιας Πολιτείας, αλλά κι ο γιος
του παντρεύτηκε επίσης Κερκυραία, πάλι αριστοκράτισσα, την Αικατερίνη
Καποδίστρια- Σούφη.
Να επισημάνω εδώ πως το όνομα Καποδίστριας προέρχεται από
τις λέξεις Κάπο, που σημαίνει δήμαρχος ή άρχοντας ευρύτερα και τη λέξη
Ίστρια, που είναι παράλια περιοχή στην
Αδριατική, που σήμερα ανήκει μέρος της στην Κροατία, ως επίσης και στην
Σλοβενία.
Ο Μικρός Λορέντζος τα πρώτα του χρόνια θα τα ζήσει στην Ιθάκη και
μαθητής πια του Δημοτικού σχολείου θα μεταβεί στην Κέρκυρα. Εκεί θα τελειώσει
το γυμνάσιο, θα γνωριστεί από τα ύστερα
εφηβικά του χρόνια με τον Ιάκωβο Πολυλά, τον Γεράσιμο Μαρκορά και άλλους
λιγώτερο γνωστούς ποιητές και λόγιους των Ιονίων Νήσων, με την ποιητική
παράδοση των οποίων θα γαλουχηθεί, κύρια με την ποίηση του Σολωμού ,που
κατέχουν ήδη οι καλλιτεχνικοί κύκλοι της Κέρκυρας και όχι μόνο.
Τελειώνοντας
τις εγκύκλιες σπουδές του θα μεταβεί στην Αθήνα, για να γραφτεί στη Φιλοσοφική Σχολή του
πανεπιστήμιου της Αθήνας.
Η ποίηση όμως των: Παράσχου, Ραγκαβαίων και Σούτσων
θα τον απογοητεύσουν, όντας εμφορούμενος από το νέο ελληνικό πνεύμα που τον
έχει εμποτίσει στη δημοτική, Ιόνια γλώσσα, όπου και είχε ήδη από μαθητής εντρυφήσει,
κι είχε μέσα του ενσταλάξει βαθιές ρίζες. Είναι και αυτό μια από τις αιτίες που τον αναγκάζει να
αλλάξει γνώμη και να εγκαταλείψει την Αθήνα και να καταφύγει στην Ευρώπη για
σπουδές. Θα εγκατασταθεί αρχικά στο Μόναχο, ήδη από τα 19 του χρόνια, στη
συνέχεια μεταβαίνει στο Ερλάγκεν και μετά στο σπουδαίο πανεπιστήμιο του
Φράιμπουργκ. Πνεύμα ανήσυχο και
περιπετειώδες εξακολουθεί να αλλάζει συνεχώς πανεπιστήμια. Έτσι θα μεταβεί στο
Μπρέσλαου, που σήμερα ανήκει πια στην Πολωνία( ως Βρότσλαβ) για να καταλήξει στο τότε γερμανικό και
σήμερα γαλλικό, Στρασβούργο. Θα περάσει πολύ όμορφα χρόνια στη Γερμανία ως
φοιτητής, όπως ανακαλύπτουμε από επιστολές του ίδιου.
Σπουδάζει
φιλοσοφία και παράλληλα μαθαίνει ξένες γλώσσες. Γερμανικά, Γαλλικά, Αγγλικά,
ενώ ήδη κατέχει τα Ιταλικά από τα μαθητικά του χρόνια στην πατρίδα του.
Επιστρέφει από μια δεκαπενταετία περίπου στην Κέρκυρα. Είναι η εποχή που θα
ασχοληθεί πια έντονα με την ποίηση, ταιριάζοντας τα υπέροχα σονέτα του,
δημοσιεύοντας τα στα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, κυρίως στο περιοδικό
«Τέχνη», που εκδίδει ο Χατζόπουλος
Κώστας, που μαζί με τον Μεσσήνιο ποιητή Γιάννη Καμπύση, θεωρούνται οι
γερμανοσπουδασμένοι ποιητές κι ως εκ τούτου γνωστοί και στον Μαβίλη. Ο ένθερμος
πάντα πατριώτης, ποιητής Μαβίλης μεταβαίνει
στην Κρήτη, όπου έχουν ξεσπάσει τα Απελευθερωτικά Κινήματα των Κρητικών κατά των Τούρκων, που στόχο έχουν την
αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού. Εκεί θα γνωριστεί με τον Ελευθέριο Βενιζέλο,
μια φιλία που θα διατηρηθεί για όσο χρόνο θα ζήσει ο ποιητής. Είναι τα χρόνια της εθνικής αφύπνισης! Στον
πόλεμο του 1897 θα τον βρούμε μαζί με τον συμπατριώτη του λόγιο, Κώστα Θεοτόκη,
να συμμετέχει και θα μπει στη Φιλιππιάδα
την άνοιξη του 1897. Θα στενοχωρηθεί πολύ για την έκβαση του πολέμου και θα
επιρρίψει κύρια τις ευθύνες στο παλάτι.. Θα επιστρέψει στην Κέρκυρα και θα
καταφύγει στο αγρόκτημα του για να ξεχάσει τα όσα βαθιά τον πλήγωσαν, αλλά η φιλοπατρία του τον
διακατέχει, δεν τον αφήνει να αμέτοχο. Μαζί με τον Θεοτόκη ιδρύουν μια Σοσιαλιστική Κίνηση, επικοινωνούν με
Αθηναίους ποιητές και διανοούμενους, που ποθούν κι εκείνοι βαθιά κάτι να
αλλάξει στην Ελλάδα. Είναι η εποχή που στην Αθήνα ξεσπάει μια πατριωτική
κίνηση, αξιωματικών, το γνωστό κίνημα στο Γουδί και οι τύχες του Έθνους
παραδίδονται στον επαναστάτη της Θερίσου, στον Ελευθέριο Βενιζέλο , όπου γύρω
του συσπειρώνονται οι προοδευτικές δυνάμεις. Οι Μαβίλης και Θεοτόκης είναι από
τους πρώτους που θα συνταχθούν με τον Βενιζέλο. Ο Μαβίλης εκλέγεται
βουλευτής Κέρκυρας, το 1911 και είναι
από τους πρώτους δημοτικιστές βουλευτές που θα ζητήσει την αναγνώριση της
δημοτικής γλώσσας, ως επίσημης γλώσσας του κράτους. Θα βρεθεί ανάμεσα στα πυρά
των γλωσσαμυντόρων, καθαρευουσιάνων πολιτικών, που αποκαλούν «χυδαία γλώσσα» τη
δημοτική. Εκείνη η φράση του ποιητή Λορέτζου Μαβίλη, που σθεναρά υποστηρίζει
την άποψή του, θα μείνει ιστορική: « Δεν υπάρχει χυδαία γλώσσα, αλλά χυδαίοι
άνθρωποι…» και φτάνει μάλιστα στο σημείο να υποστηρίξει μέσα στο κοινοβούλιο τα
παρακάτω: «Υπάρχουν πολλοί χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσαν!»
Η
μεγάλη του αγάπη για την ελευθερία της πατρίδας
θα τον βρει ένα χρόνο αργότερα, όταν ξεσπάει ο Ελληνο-τουρκικός πόλεμος
το 1912, όπου σπεύδει πρώτος στην πρώτη γραμμή του μετώπου επικεφαλής της ομάδας Γαριβαλδινών με το
βαθμό του λοχαγού και μάχεται σκληρά κι εκεί στις απότομες υπώρειες του όρους
Δρίσκου θα τον βρει ο θάνατος μαχόμενο
ηρωικά. Εκεί θα τον ανταμώσει η αθανασία εκείνο το πρωινό της 28ης
Νοεμβρίου το 1912.
Ο
ποιητής Μαβίλης είχε το χάρισμα να συνθέτει υπέροχα σονέτα. Πιθανόν να είναι
από τους πλέον καταξιωμένους στην άρτια τεχνική του σονέτου, επιδιώκοντας την
τελειότητα στην τεχνική των στίχων του. Όσο ζούσε δεν πρόφτασε να δει τα
ποιήματά του τυπωμένα σε βιβλίο, ωστόσο πολλά είχαν δημοσιευτεί σε περιοδικά κι
εφημερίδες της εποχής και ήταν σίγουρα πολύ γνωστός ευρύτερα για τα σονέτα του.
Η πρώτη έκδοση όλου του ποιητικού του έργου, τόσο των σονέτων, όσο των
δίστιχων, τρίστιχων μελετών και λοιπού
πεζογραφικού του έργου πραγματοποιήθηκε στην Αλεξάνδρεια στα 1915 με τον ενδεικτικό
τίτλο: « Έργα του Λορέντζου Μαβίλη» Ως σήμερα έχει επανεκδοθεί πολλές φορές το συνολικό του έργο. Ο ποιητής Μαβίλης
θεωρείται από τους γνησιότερους εκπροσώπους της Επτανησιακής Σχολής, αλλά
σίγουρα ο Μαβίλης έχει καθιερωθεί ως ο
ποιητής των σονέτων.
Σονέτα του όπως η
«Λήθη» που παραθέτω παρακάτω είναι από τα καταπληκτικότερα ποιήματα της
Νεοελληνικής Γραμματολογίας
Η
Λήθη
«
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την
πίκρα της ζωής. Όντας βυθίσει
ο
ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,
μην
τους κλαις, ο καημός, όσος και να΄ ναι.
Τέτοιαν
ώρα οι ψυχές ξυπνούν και πάνε
στη
λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση
μα
βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει
αν
στάξει για αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε
κι
αν πιουν θολό νερό ξαναθυμούνται
διαβαίνοντας
λιβάδια απ΄ ασφοδείλι
πόνους
παλιούς που μέσα τους κοιμούνται
αχ,
δε μπορείς παρά να κλαις το δείλι
Τους
Ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν,
θέλουν,
μα δε βολεί να λησμονήσουν.»
Lawrence George Darrell( Ντάρρελλ Λώρενς)
Εκατό χρόνια από τη γέννησή του
Του Σωτήρη Ε Γυφτάκη
Ο σπουδαίος Άγγλος ποιητής και πεζογράφος Λώρενς Γκεόργκ
Ντάρρελλ γεννήθηκε στα 1912 στην Ινδία
κι εκεί πήρε τα πρώτα του μαθήματα κι αργότερα μετέβη στην πατρίδα του όπου και
σπούδασε. Η συγγραφική του δραστηριότητα ξεκίνησε στα μέσα
της δεκαετίας του 1930 και γνώρισε μεγάλη επιτυχία το πεζογράφημά του
«Το Μαύρο Βιβλίο» , που είδε το φως της δημοσιότητας στα 1938.
Πρόκειται για ένα
μάλλον αυτοβιογραφικό πεζογράφημα με
άριστη στιλιστική υφή γραμμένο. Περιλαμβάνει διάφορες εμπειρίες από την Ινδία
κι άλλες ασιατικές χώρες, αλλά κι από την πατρίδα του. Είναι άλλωστε γεγονός πως το μεγαλύτερο μέρος
του έργου του έχει εμπνευστεί από εμπειρίες που απέκτησε κατά την διάρκεια της
ζωής του στις Ινδίες, στην Αίγυπτο, στην
Κύπρο, αλλά και στην Ελλάδα, όπου υπηρέτησε ως διπλωμάτης. Φαίνεται πως τόσο ο ίδιος, όσο κι ο αδερφός του Τζέραλντ
Ντάρρελλ, που υπήρξε επίσης συγγραφέας,
λιγότερο γνωστός από τον Λώρενς, είχανε πάρει πολύ καλή μόρφωση στην οικογένειά
τους.
Ο Λώρενς βέβαια ως
διπλωμάτης είχε την δυνατότητα να βρεθεί σε πολλές χώρες της Μεσογείου, Ελλάδα,
Κύπρο, Αίγυπτο κι αλλού, όπου και συνέλλεξε τις εμπειρίες του και μετέφερε στο
έργο του. Το νησί των Φαιάκων, την Κέρκυρα του έδωσε πολλά, όπως ο ίδιος μας
αποκαλύπτει και φαίνεται επέδρασε αρκετά
στην ψυχοσύνθεσή του, αφού έμεινε πολύν καιρό στο νησί, άλλωστε ως το τέλος της
ζωής του την επισκέπτονταν πολύ συχνά κι ας τονίσουμε πως εκεί έγραψε και το επίσης σπουδαίο έργο του «Το Κελί του Πρόσπερου», η
δε Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου αποτέλεσε τον φόντο για το πολύ γνωστό του έργο
«Κουαρτέτο», που αποτελεί μια τετραλογία θα λέγαμε, αφού αποτελείται από τα
εξής επί μέρους τμήματα με τους παρακάτω τίτλους: Ζίστιν, που είδε το φως της
δημοσιότητας το 1957, για να ακολουθήσει τον επόμενο χρόνο το «Μπαλταζάρ», την
ίδια χρονιά ένα τρίτο μέρος του «Κουαρτέτου», το « Όρος των Ελαιών» και τέλος
το 1959 το τελευταίο μέρος με τον τίτλο: «Κλέα».
Με αυτή του την
τετραλογία προσπαθεί ο Ντάρρελλ να προσεγγίσει το φαινόμενο του έρωτα, κάτω από τον φόντο των θεωριών του
μεγάλου Αυστριακού ψυχολόγου Ζίγκμουντ
Φρόιντ και μαρκησίου Ντε Σαντ.
Το ποιητικό έργο του
Ντάρρελλ είναι επίσης σημαντικό με μια απλή, ρέουσα γλώσσα, με το ανεπανάληπτο ξεχωριστό του
ποιητικό ταλέντο. Θα αναφέρω τα πιο σημαντικά του ποιητικά έργα που άρχισε να
εκδίδει από το 1942, ο 30χρονος ποιητής.
Πρόκειται για τις
συλλογές: «Μια ιδιωτική Χώρα» που εκδόθηκε στα 1942 , «Πόλεις, Πεδιάδες,
Άνθρωποι»1946 και τέλος το «Δένδρο της Οκνηρίας κι άλλα Ποιήματα» που είδε το
φως της δημοσιότητα στα 1955.
Σε ένα δημοσίευμά μου
στην καλαματιανή εφημερίδα «Ελευθερία» κάπου στο τέλος της δεκαετίας 1990 έγραφα σχετικά με το
βιβλίο που είχε εκδώσει ο καλός Καλαματιανός ιστοριοδίφης συγγραφέας, Νίκος
Ζερβής, με τίτλο: «Lawrence
Darrell
στην Καλαμάτα», έγραφα:
«Αναμφίβολα το
καινούργιο βιβλίο του Νίκου Ζερβή « Ο Lawrence Darrell
στην Καλαμάτα», αποτελεί μιαν αποκάλυψη, τουλάχιστον για αυτούς που
γνωρίζουν καλά πρόσωπα και γεγονότα της εποχής γύρω από τα λογοτεχνικά μας
θέματα κι ομολογώ πως με εξέπληξε το
γεγονός, που ο ιστοριοδίφης Ν. Ζερβής, τόσο καλά, τόσο άρτια τα καταφέρνει και
σ΄ έναν άλλο τομέα, αυτόν της λογοτεχνίας, γιατί παίρνοντας αφορμή από τη
διαμονή του Άγγλου συγγραφέα Λώρενς
Ντάρρελλ στην Καλαμάτα από τον
Σεπτέμβριο του 1940 ως τον Απρίλιο του 1941 φέρνει στο φως σημαντικά γεγονότα,
σταθμούς και στη δική μας Νεοελληνική Λογοτεχνία και Ποίηση, που αλλιώς θα
έμενεν θαμμένα στο συγγραφικό τους έργο, γιατί πως θα μαθαίναμε διαφορετικά,
για τόσο ενδιαφέροντα πράγματα γύρω από τον νομπελίστα Έλληνα συγγραφέα Γιώργο
Σεφέρη, τον διάσημο Αμερικανό συγγραφέα Henry Miller, τον εδώ και πολλά χρόνια
πολιτογραφηθέντα ως ‘Έλληνα επίσης Άγγλο συγγραφέα Πάτρικ Λη Φέρμορ*, που πολλά
χρόνια διέμενε στην Μεσσηνιακή Μάνη, που τόσο πολύ λάτρεψε, όπως και τον γνωστό
μας «Κολοσσό του Μαρουσιού» κατά τον Χένρυ Μύλλερ, Γιώργο Κατσίμπαλη. Κι όλα
αυτά με άμεση μη έμμεση έστω αναφορά στην Καλαμάτα,, αφού στο επίμαχο αυτό
χρονικό διάστημα ο Λώρενς Ντάρρελλ διέμενε στην Καλαμάτα, στην οδό Ναυαρίνου. «
Και τόνιζα τότε πως στο σπίτι αυτό της οδού
Ναυαρίνου όφειλε η πόλη των Ιβίσκων να τοποθετήσει μια μαρμάρινη πλάκα , που θα
θύμιζε την παραμονή του διάσημου Άγγλου συγγραφέα στην Καλαμάτα.
Πέρα απ΄ όλα αυτά όμως
θα πρέπει να τονιστεί, πως το βιβλίο αυτό του συμπατριώτη μας συγγραφέα
αποτελεί ένα σημαντικό έργο που σπάνια βλέπουμε στις μέρες μας στις προθήκες
των βιβλιοπωλείων μας δεν περισσεύει χώρος, αφού η μυθιστοριμανία τα
καταλαμβάνει. Το εύκολο, το ξεκούραστο διάβασμα, όπως η εποχή μας, αλλά μέχρι
που; Η δουλειά αυτή του Νίκου Ζερβή
είναι η άλλη όψη ! Εκείνη που αλλοίμονο, πάει να σβήσει, μαζί με την πνευματική
μας υποτέλεια στον βωμό των χρηματιστηρίων μας και της απαξίωσης όλων μας των
αξιών…»
Αυτά έγραφα τότε και
σήμερα ως φαίνεται βγαίνω αληθινός εκεί
που φτάσαμε.
Τέλος να σημειώσω πως
ο σπουδαίος Άγγλος συγγραφέας Λώρενς Ντάρρελλ πέθανε στα 1990.
ΑΣΗΜΑΚΗΣ ΓΙΑΛΑΜΑΣ
Ο Μεσσήνιος θεατράνθρωπος
Του
Σωτήρη Ε Γυφτάκη
Ένας
από τους σημαντικότερους θεατρανθρώπους στη μεταπολεμική Ελλάδα είναι κι ο Ασημάκης Γιαλαμάς.
Ποιος δεν θυμάται το ανεπανάληπτο δίδυμο
Γιαλαμάς- Πρετεντέρης, που πάνω από τρεις δεκαετίες διασκέδασαν το αθηναϊκό κοινό, όσο λίγοι;
Ο
Ασημάκης Γιαλαμάς γεννήθηκε στην Άνω Μέλπεια το 1912. Έφυγε νωρίς από το χωριό του κι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα
όπου ασχολήθηκε αρχικά με τη δημοσιογραφία, συνεργαζόμενος με περιοδικά κι εφημερίδες δημοσιεύοντας κάποια ρεπορτάζ κι αρθογραφία αρχικά, με
χρονογραφήματα στη συνέχεια, κύρια δε ευθυμογραφήματα, αλλά και με σατιρικούς
στίχους στα βδομαδιάτικα περιοδικά.
Ως
θεατρικός συγγραφέας θα πρωτοεμφανιστεί το 1940 με την επιθεώρηση «Πολεμικές
Καντρίλιες ή Νοκ Άουτ» μαζί με τον
Γ.Θίσβιο και τον Γ. Οικονομίδη στο θέατρο «Κοτοπούλη». Μετά τον πόλεμο θα
παρουσιάσουν το επίκαιρο «Πολεμική Εποποιία» και αμέσως μετά το «Φαύλο Κύκλο»(1945) με την
Κατερίνα. Και στη συνέχεια «Σβήσε το Φως»(1947), «Κυρία Εισαγγελεύς»(1948), κι ένα χρόνο αργότερα το «Γιούπι-Γιούπι» με
τον Νίκο Τσιφόρο.
Ο Ασημάκης Γιαλαμάς θεωρείται ένας από
τους σπουδαιότερους θεατρικούς συγγραφείς μα και παραγωγούς, όπου πλούτισε το
μεταπολεμικό, ελληνικό ρεπερτόριο, ιδιαίτερα μαζί με τον Πρετεντέρη και ως
δίδυμο φέρνει στο νου, πολλές
καλές στιγμές των μεταπολεμικών, θεατρικών μας δρώμενων. Υπήρξε ένας από τους πολυγραφότερους και
καλύτερους σύγχρονους κωμωδιογράφους και πολλά του έργα έγιναν καλά
κινηματογραφικά, με ευρύτερη απήχηση πάντα με δική του σκηνοθεσία και
σεναριογραφία. Ταινίες όπως «Τα Παιδιά μας οι Κέρβεροι», μετέπειτα η «Δεσποινίς Διευθυντής», «Φτωχοδιάβολοι»,
«Μιας Πεντάρας Νιάτα», «Χαρούμενο Ξεκίνημα» κ.ά. Συνέγραψε δεκάδες κωμωδίες,
εκατοντάδες διηγήματα και ευθυμογραφήματα, αλλά και πολύ επίκαιρους, σατιρικούς
στίχους.
Το
έργο του συμπατριώτη μας θεατρικού συγγραφέα για περισσότερο από μια γενιά
πρόσφερε στο αθηναϊκό κοινό και όχι μόνο, την καλύτερη διασκέδαση. Σατίρισε,
καυτηρίασε, ανάδειξε τα κοινωνικά προβλήματα της εποχής του, μέμφθηκε κοινωνικά
φαινόμενα, δίδαξε με τον πιο αβίαστο τρόπο την αρμόζουσα κοινωνική συμπεριφορά
του κόσμου στο πολυπληθές, θεατρόφιλο
κοινό του και κατέγραψε τον ανθρώπινο
χαραχτήρα με τα πιο χαρακτηριστικά του, καλά ή κακά, γνωρίσματα…
Σε
όλα τα έργα τους οι Ασημάκης Γιαλαμάς και Κωνσταντίνος Πρετεντέρης κινούνται με
άνεση θεατρική και πάντα σε γνώριμα νερά και τα θέματά τους είναι τόσο καλά
επεξεργασμένα, με μια κλασικότητα, σε ελληνικά πάντα πλαίσια σταθμισμένα με το
πιο έμπειρο καλλιτεχνικό μάτι θεατρανθρώπων, πρόσφεραν θέαμα εξαιρετικό,
απολαυστικό, σχεδόν διδακτικό των νεοπαγών νοοτροπιών. Ήταν δε τόσο γρήγοροι
στο να στήσουν μια παράσταση, που πάντοτε εξέπλητταν το θεατρικό τους κοινό, το
οποίο τους αποθέωνε κάποιες ανεπανάληπτες στιγμές για το πολύ καλοφτιαγμένο κι επίσης
καλοστημένο επιθεωρησιακά θεατρικό
στοιχείο, που δεκαετίες αργότερα δεν θα αποξεχαστεί.
Ωστόσο
δεν ρίσκαραν, όπως οι περισσότεροι συνάδερφοι τους απερίσκεπτα και δίχως
προοπτικές σίγουρης επιτυχίας. Πάνω στον καμβά του θέματός τους είχαν χαράξει
καθαρά που θα …κόψουν και που θα… ράψουν. Ποια σημασία είχε αν το ύφασμα ήταν
φτηνό, πάντως το κοστούμι πάντα υπέροχο θα έβγαινε…
Εκείνο
δε που πάντα ιδιαίτερα διέκρινε τα έργα τους ήταν η αβίαστη πλοκή, ο έξυπνος
διάλογος, οι φαιδρές καταστάσεις, που κέρδιζαν πάντα το πυκνό τους θεατρικό
πούμπλικουμ!
Εκείνη
η ανεπανάληπτη γενναιοδωρία σε κωμικά ευρήματα ήταν το φοβερό τους πλεονέκτημα,
έναντι των συναδέλφων τους.
Ο
Ασημάκης Γιαλαμάς αναμφίβολα έδωσε πολλά
στο νεοελληνικό, ελαφρό θέατρο, έτσι που το πέρασμά του θα μείνει στις
μνήμες αυτών που απόλαυσαν το υπέροχο
πνεύμα του, το γεμάτο αξεπέραστη χιουμοριστική ευγένεια και σάτιρα καυστική,
μια ανεπανάληπτη κοντολογίς θεατρική προσφορά στον πολιτιστικό τομέα.
Τον
Ασημάκη Γιαλαμά εξάλλου διέκρινε μια ευγένεια ψυχής τέτοια, που πέρα από το
θεατρικό του έργο, μπορεί κανείς να παρατηρήσει και στα στιχουργήματά του που
κατάσπαρτα βρίσκονται στα περισσότερα αθηναϊκά περιοδικά της εποχής που
δραστηριοποιούνταν ως θεατράνθρωπος. Ήταν ένας από εκείνους που μια ολόκληρο
γενιά, μετά τα πέτρινα εκείνα χρόνια, τα δύστηνα, με την ψυχή του δρόσιζε τις
καρδιές των συνανθρώπων του.
Πολλοί
κριτικοί της εποχής του με τα πιο καλά λόγια μίλησαν για τον χαρισματικό αυτόν
θεατράνθρωπο, ωστόσο ακόμα και σήμερα πολλοί αναθυμούνται τον άνθρωπο Γιαλαμά
με τα καλύτερα συναισθήματα. Θα δώσω το λόγο να κλείσει αυτό μου το γραφτό στον
θεατρικό κριτικό Κώστα Γεωργουσόπουλο(κρύφιο ποιητή Κ. Μύρη)
«Γνήσια σατιρική φλέβα
που συλλαμβάνει με οξυδέρκεια τον πυρήνα της επικαιρότητας, έξοχος κάτοχος της
ελληνικής γλώσσας, που χειρίζεται με τόση άνεση το θεατρικό διάλογο. Η
συμβολή του στο νεοελληνικό θέατρο της
επιθεώρησης είναι σημαντική, γιατί καλλιέργησε
τον καθημερινό ρυθμό της γλώσσας και ανέδειξε τον τύπο του μέσου Έλληνα
ως χαρακτήρα για παραπέρα θεατρική μελέτη…»
Ο
Ασημάκης Γιαλαμάς έφυγε από κοντά μας πλήρης ημερών, στα 92 του χρόνια, το 2004.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ
Ένας ευαίσθητος
ερημίτης ποιητής της Αρκαδιάς
Του Σωτήρη Ε Γυφτάκη
Ο
Κώστας Κατσαρός ο «κυρ Κωστάκης» για μας τα μαθητούδια τότε που τον ζούσαμε και πάντοτε με πατρικήν ευγένεια μας
συμβούλευε: «Γράφτε- γράφτε! και μην αφήνετε τους δασκάλους να σας
καταπιέζουν…». Εκείνα τα πρωινά καθώς κατηφορίζαμε από την πάνω πόλη για το
γυμνάσιο, σχεδόν την ίδια ώρα με μας
κατέβαινε κι αυτός, το ένα του πόδι κάπως φυλάγοντας, έτσι που να γέρνει
ο ώμος του, μάλλον αριστερά, διέσχιζε
την πολύβουη από την αντάρα του μαθητόκοσμου, πλατειούλα, θύμιζε μια
εξαίρετη αρχαϊκή φιγούρα, ας πούμε του Αλκαίου-για τον άκρατο λυρισμό του- ή
του Τυρταίου, για το σωματικό του ελαττωματάκι. Ξεκίναγε από κείνο το
αρχοντόσπιτο, το νεοκλασικό, στην καρδιά της πόλης, για να πάει στην ηλεκτρική Εταιρεία, όπου, αν καλά
θυμάμαι, εργάζονταν. Ήταν τόσο μειλίχιος, με μιαν ιόνια ευδία να περιβάλει όλο
του το σουλούπι! Μια τέτοια ευγενική μορφή, που μόνο σε έναν ποιητή θα μπορούσε
να ανήκει.
Ο «ευλογημένος»- κατά τον
Χέλντερλιν- ερημίτης ποιητής, Κωστάκης Κατσαρός, γεννήθηκε στην Κυπαρισσία το
1912. Κατάγονταν από ιστορική οικογένεια της Αρκαδιάς, τελείωσε το γυμνάσιο
αυτής της πόλης και γράφτηκε στη νομική σχολή του πανεπιστήμιου της Αθήνας,
χωρίς ποτέ να ολοκληρώσει τις σπουδές του, θαρρώ, εξ αιτίας της αρρώστιας του.
Από νωρίς άρχισε να γράφει ποίηση και να δημοσιεύει ποιήματά του σε περιοδικά
κι εφημερίδες, όπως: «Τριφυλιακή Εστία», «Μεσσηνιακόν Ημερολόγιον», «Ελεύθερα
Γράμματα», «Φιλολογική Πρωτοχρονιά»,
«Αυγή» του Πύργου κ.ά. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Γερμανικά και
Ιταλικά, αλλά κι ο ίδιος έχει μεταφράσει πολλούς ξένους ποιητές, κύρια Ιταλούς
ποιητές. Για μας τους μαθητές εκείνης της εποχής, ήταν αυτός που μας παρότρυνε
να μπούμε στους ιερούς χώρους της ποίησης. Είχε μια βαθιά γνώση κι έναν
παράξενο τρόπο να μας κερνάει οράματα και ποιητικές ευαισθησίες και το έκανε με
μια τέτοια ευγένεια και καλοσύνη που μας μαγνήτιζε. Ποιος να ξεχάσει τα υπέροχα
σονέτα του:
Μανιάζει στην κοιλάδα
το αγριοκαίρι,
μα η σκέψη μου στον
τόπο μου γυρνά
όπως του Νώε το πρώτο
περιστέρι,
στην κιβωτό που γύρισε ξανά.
Σαν κείνο να
απαγκιάσει πουθενά
δεν βρήκε και μια
στράτα να τον φέρει
σε μιας καινούργιας
πίστης τα άγια μέρη
δεν είδε ούτε της
γνώσης τα βουνά.
Και πάει να λουστεί
τούτην αυγή
στων παιδικών ονείρων
την πηγή
σε χώρα που τα
λιόδεντρα καρπίζουν
Εκεί γελούν τα
πέλαγα γλαυκά
κι ειν΄ τόσο τα
χινόπωρα γλυκά
που ξεγελούν τις
λεμονιές κι ανθίζουν…
Ο
Κώστας Κατσαρός φαίνεται πως επηρεάστηκε πολύ από τον Ιταλό πεσιμιστή ποιητή, Τζιάκομο Λεοπάρντι,
ποιήματα του οποίου αριστοτεχνικά έχει μεταφέρει στη γλώσσα μας. Και είναι
αυτές οι μεταφράσεις από τις καλύτερες που ξέρω. Να ένα δείγμα:
«Γυρίζει η λυγερή απ΄
τα περβόλια της μέρας τ΄ άστρο ως γέρνει
κρατάει δεμάτι χλόη κι ακόμα φέρνει τριαντάφυλλα και βιόλες
κι ως τ΄ απαιτεί η
συνήθεια μ΄ αυτά λέει να στολίσει ταχιά γιορτή
την κώμη και τα
στήθεια!»
Πολλές
φορές θυμάμαι, στο καφενείο, θαρρώ τότε του Σπάλα, καθισμένος σε μια γωνιά να
κοιτάζει έξω από τα τζάμια ονειροπόλα, μετά να σκύβει και να ακουμπάει τις
σκέψεις του πάνω στα χαρτιά του. Δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνη την άπειρη
μελαγχολία που έκρυβαν τα μάτια του κάτω από τα σκούρα του ματογυάλια. Ο Κώστας
Κατσαρός νομίζω πως είναι από τους μοναδικούς Κυπαρίσσιος ποιητές που βόλευε
επίμονα τη μοναξιά του στα τρίσβαθα της
ψυχής του..
Ωστόσο
κι ο βαθύς ερωτισμός του Κατσαρού είναι καταφανής στην ύστερη ποίησή του:
«Τι να σου κάνει αυτή
η καρδιά,
Μαγδαληνή- Μαγδαληνή,
για ποιους κι ως πότε
θα πονεί
στην απριλιάτικη βραδιά…»
Όπως
τον πνίγει βαθιά η μοναξιά και βάλνεται με περισσή περίσκεψη να αντλήσει από
μέσα του δύναμη, μα τελικά υποκύπτει:
Άκουσε ψυχή μου μες τη
σιγαλιά,
τα στοιχειά του κόσμου
μου γίνανε πουλιά…», μα και η αρχέγονη
μοίρα του ξυπνάει περισσότερα υπαρξιακά προβλήματα:
«Φωτιά, χώμα αέρας μια
γουλιά νερό
τον πανάρχαιο πόνο τραγουδούν θαρρώ…
φύσα, ξαναφύσα ανήξερο
παιδί
η ψυχή του κόσμου τραγουδεί…»
Εδώ
ξυπνάει μέσα του η μοίρα των αρχαίων ποιητών, όπως εκείνη του Εμπεδοκλή. Στα
τελευταία χρόνια της ζωής του φαίνεται, πως συμβιβάζεται περισσότερο με τα
εναγώνια υπαρξιακά προβλήματα κι αντρίκια κονταροχτυπιέται όπως αρμόζει στον ποιητή:
«Ω πατερούλη θάνατε,
του κάκου,
ντύθηκες την όψη απαίσιου βρικολάκου
τόσο πολύ σε σίμωσα
μια νύχτα
που μυστικά δεν έχεις
κι όλα δείχτα !(…)
Βγάλε τη μάσκα, πέτα
το φραγγέλιο,
το τρυφερό σου εγώ
είδα το χαμογέλιο…»
Αυτός,
ο …θείος ερημίτης της ιστορικής
Αρκαδιάς, που τόσο όμορφα την τραγούδησε, αυτός ο ωραίος ποιητής του
βαθυγάλαζου Ιόνιου και ο ανιχνευτής του κάστρου των «Γιγάντων», που το έβλεπε
και το λιμπίζονταν, αφού δεν μπορούσε, όσο θα το ήθελε πιο συχνά να το
ανεβαίνει, αναπαύτηκε ένα σαββατιάτικο
απόγευμα στις 28 Αυγούστου του 1982.
Εύχομαι
από τα βάθια της ψυχής μου να μη συμβεί στον αγαπημένο ποιητή, αυτό που τις
τελευταίες ημέρες της ζωής του είχε γράψει:
«Οι τόποι που
αγαπήσαμε μια μέρα θάναι ξένοι
κι ούτε όνομα, ούτε
μορφή δική μας θα θυμούνται…
Το δάκρυ μας, το γέλιο
μας και η λύρα σωπασμένη
θα ήθελα για πάντα εκεί ωραία να
κοιμούνται…»
Γαλάτεια Καζαντζάκη
Πενήντα
χρόνια από τον θάνατό της
Του
Σωτήρη Ε Γυφτάκη
Η ποιήτρια, πεζογράφος και θεατρική
συγγραφέας Γαλάτεια Αλεξίου υπήρξε η
πρώτη σύζυγος του Νίκου Καζαντζάκη και σε δεύτερο γάμο σύζυγος του φωτισμένου
κριτικού και ποιητή Μάρκου Αυγέρη. Ήταν θυγατέρα του
δημοσιογράφου, λόγιου και εκδότη
Στυλιανού Αλεξίου κι αδερφή του Λευτέρη κι Έλλης Αλεξίου, εμπνευσμένων
και σπουδαίων δημιουργών. Γεννημένη στο Ηράκλειο Κρήτης σε πνευματικό περιβάλλον που ασχολούνταν με τα
γράμματα και τις τέχνες. Μεγάλωσε ως εκ τούτου η Γαλάτεια σε ένα περιβάλλον με
πολλά και ποικίλα βιβλία του πατέρα της. Νωρίς άρχισε να γράφει ποιήματα από
μικρή ηλικία , ενώ παράλληλα φοίτησε σε γαλλικό σχολείο. Στα τέλη της δεκαετίας
του 1890 άρχισε δειλά να δημοσιεύει ποιήματά της σε αθηναϊκά περιοδικά, όντας
εικοσάχρονη στα 1901(γεννήθηκε στα 1881) βρίσκουμε ποιήματά της στα
«Πινακοθήκη», «Νέα Ζωή» της Αλεξάνδρειας και τον γνωστό «Νουμά» με το
όνομα της Αλεξίου καταρχήν, ενώ
μετέπειτα στα πεζά της χρησιμοποιούσε πάντα ψευδώνυμο, αφού έγραφε πολύ τολμηρά πράγματα και το πιο συχνό
της ψευδώνυμο ήταν το «Λαλώ ντι Κάστρο». Το μεν Λαλώ εννοούσε το μιλώ και το
Κάστρο, επειδή έτσι ήταν γνωστό το Ηράκλειο. Αργότερα με το ψευδώνυμο «Πετρούλα Ψηλορείτη»
δημοσιεύει αρκετά ποιήματα.
Το πρώτο της
πεζογράφημα, που θα αρχίσει να δημοσιεύεται σε συνέχειες στο περιοδικό
«Νουμάς», φέρει τον τίτλο «Ρίντι Παλιάτσο», που σήμαινε, Γέλα Παλιάτσο και εδώ
θα χρησιμοποιήσει το πραγματικό της όνομα, είναι η εποχή που θα προκαλέσει
καλές κριτικές κι ανάμεσά τους ο Κωστής Παλαμάς, ο Παύλος Νιρβάνας κι άλλοι.
Ήταν η εποχή (1910), που γνωρίζεται με τον συμπατριώτης της συγγραφέα Ν.
Καζαντζάκη.
Ο Καζαντζάκης ήταν ήδη αρκετά
γνωστός, ωστόσο είχε ήδη εντυπωσιαστεί με την νουβέλα της Γαλάτειας κι ένα
χρόνο αργότερα παντρεύονται και ανεβαίνουν στην Αθήνα. Η Γαλάτεια άρχισε πια να
δημοσιεύει ποιήματά της, θεατρικά, πεζογραφήματα αλλά και παιδικά βιβλία, όπως
τα: «Ελληνικό Αλφαβητάρι», «Καλή Μητερούλα» και συνεχίζει με τα: «Οι Διακοπές του Κωστάκη», «Η Ελενίτσα», «Το Αρχοντόπουλο»
κ.ά. Ωστόσο για πολλά χρόνια θα ζήσει κάτω από την σκιά του συζύγου της, που
ήδη πολλοί κριτικοί μιλούν για την αξία των έργων του. Είναι γεγονός πως η ζωή
της υπήρξε καταπιεστική κάτω από το
βάρος και τις αμφιταλαντεύσεις του συζύγου της, Νίκου Καζαντζάκη και το 1924
χωρίζουν κι ο καθένας πορεύεται πια μόνος του στη ζωή και στην πνευματική
δημιουργία. Τα πολιτικά γεγονότα έχουν σαφώς βαθιά επηρεάσει τον μεγάλο πια
συγγραφέα, που έχει αρχίσει τα μακρινά του ταξίδια, που η Γαλάτεια δεν μπορούσε
να συνεχίσει αυτή την επίπονη, πολλές φορές ασκητική εποχή.
Λίγα χρόνια αργότερα μετά την
επούλωση των τραυμάτων του επώδυνου χωρισμού για την πολύ ευαίσθητη ποιήτρια θα
εκδώσει μιαν αινιγματική ποιητική
συλλογή, όσον αφορούσε τον τίτλο της: «11π.μ- 1μ.μ» και λίγο αργότερα μια
συλλογή διηγημάτων με τίτλο: «Γυναίκες». Εδώ
πια υφαίνει την γυναικεία υπόσταση με μια διάφανη, τρυφερή γυναικεία ευαισθησία προσπαθώντας να σταθεί
μέσα της… Κάμποσα χρόνια αργότερα θα δει το φως της δημοσιότητας και μια άλλη
συλλογή διηγημάτων, που φέρει τον τίτλο
«Άνδρες». Στη δεκαετία του 1930 θα περάσει δύσκολα χρόνια, βρίσκεται σε μια
μεταβατική κατάσταση κι ως τον πόλεμο δεν θα εκδώσει τίποα, παρά ελάχιστα πεζά
και κάποιες κριτικές σε διάφορα περιοδικά της εποχής, ωστόσο περνάει
απαρατήρητη. Και στα κατοχικά χρόνια
πάλι δεν θα πράξει τίποτα, ο δε εμφύλιος θα την συνταράξει. Έχει στο
μεταξύ παντρευτεί τον γνωστό ποιητή και κριτικό λογοτεχνίας Μάρκο Αυγέρη.
Στις αρχές της δεκαετίες του 1950 θα
συνδράμει συντρόφους της που υποφέρουν από τους κατατρεγμούς εξ αιτίας των
πολιτικών τους ιδεών.
Λίγο μετά τον εμφύλιο πόλεμο, που
την είχε συνταράξει, όπως προκύπτει από τα σκόρπια γραφτά της θα δουν το φως
της δημοσιότητας τα βιβλία της, « Όμορφος Κόσμος», «Χθες-Σήμερα-Αύριο», «Ενώ το πλοίο ταξιδεύει»και το «Λίγο πριν ο
ήλιος βασιλέψει». Τα έργα της συνολικά ποίηση, πεζογραφήματα και θεατρικά είναι
αρκετά.
Στα 1953 θα εκδώσει μια συλλογή διηγημάτων με
τον τίτλο: «Κρίσιμες Στιγμές» και μια πενταετία αργότερα θα εκδώσει ένα από τα
σημαντικότερα βιβλία της « Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι». Πρόκειται για ένα είδος βιογραφικού βιβλίου, όπου πεντακάθαρα
ξεκαθαρίζει τη θέση της απέναντι στον πρώην σύζυγό της, που στο μεταξύ ο Νίκος
Καζαντζάκης έχει φύγει πια από τη ζωή, τον Οκτώβριο του 1957 στο νοσοκομείο του
Φράιμπουργκ της Γερμανίας. Στο βιβλίο
αυτό [που είχε ξεκινήσει να γράφει πριν τον θάνατό του καταθέτει τα όσα καλά, αλλά και τις δύσκολες στιγμές και κάποιες κριτικές για τη ζωή του κι ένα
χρόνο αργότερα θα εκδοθεί ένας τόμος, ο οποίος
περιλαμβάνει την αλληλογραφία της με τον πρώην σύζυγό της, που στο μεταξύ ο Ν.
Καζαντζάκης έχει γίνει παγκόσμια γνωστός , αν και η ελληνική πολιτεία και η
Εκκλησία είναι πάντα κατά του μεγάλου
Κρητικού συγγραφέα.
Το έργο της Γαλάτειας Αλεξίου-Καζαντζάκη
έχει κεντρικό σημείο αναφοράς τον άνθρωπο, άλλωστε σε όλη της τη ζωή προσπάθησε
να προσφέρει όσο περισσότερα μπορούσε για αυτόν και για την μοίρα του , τον
κατατρεγμό μου πλάι στον πολύ καλό
σύντροφό της αντιστασιακό κι αγωνιστή Μάρκο Αυγέρη. Τόσο κοντά στον Καζαντζάκη ,όσο
και στον Μάρκο Αυγέρη είχε πολλά να διδαχτεί και πολλά να προσφέρει, κύρια στον
δεύτερο σύντροφό της. Ένα από τα γνωστά της θεατρικά υπήρξε η «Αυλαία», για το
οποίο οι κριτικοί του θεάτρου της εποχής έγραψαν επαινετικά λόγια.
Η πίστη της στη γυναίκα υπήρξε
αξιοπρόσεκτη κι αυτό ας το δούμε
παραστατικά από το
παρακάτω ποίημά της:
«Στην Σμύρνη Μέλπω
Ηρώ στη Σαλονίκη
Στο Βόλο Κατινίτσα έναν καιρό.
Τώρα στα Βούρλα με φωνάζουν Λέλα…
Σπίτι, πατρίδα μου έχω τα μπορντέλα…
Το σήμερα χειρότερο απ΄ το χθες
Και το αύριο , από το σήμερα δεν
θάναι
Πνιγμένου καραβιού σάπιο σανίδι…
Όλη η ζωή μου του χαμού
Κι από την κόλασή μου σαν φωνάζω
Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου
μοιάζω…»
Η Γαλάτεια Αλεξίου πέθανε πριν
ακριβώς πενήντα χρόνια από σήμερα στα 1962
Μενέλαος Λουντέμης
Εκατό χρόνια από τη γέννησή του
Σπουδαίος μεταπολεμικός μυθιστοριογράφος
Του Σωτήρη Ε Γυφτάκη
Ένας
από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους της μεταπολεμικής Ελλάδας, μάλιστα
με πολλές διεθνείς διακρίσεις κυρίως στην Ανατολικοκεντρική Ευρώπη ο Μενέλαος
Λουντέμης, και κατά κόσμον Δημήτρης Βαλασιάδης γεννήθηκε στις 22Γενάρη 1912 στο
χωριό Αγία Κυριακή της Ανατολικής Θράκης το φιλολογικό ψευδώνυμο φαίνεται πως πήρε από τον ποταμό
Λουδία, υπήρξε το μοναδικό αγόρι από τα πέντε παιδιά του Γρηγόρη Μπαλάσογλου,
που με την εγκατάστασή του στην Ελλάδα
μετέτρεψε σε Βαλασιάδη και της Δόμνας Τσουφλίδη. Φαίνεται όμως πως
γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά τα παιδικά του χρόνια έζησε στο πατρικό
του χωριό και είχε τρομερά δύσκολα παιδικά χρόνια. Εργάστηκε σχεδόν από
έφηβος σε πολλά κι άσχετα με την
συγγραφή επαγγέλματα( από λουστράκι υποδημάτων, λαντζιέρης σε μαγειρεία
και σερβιτόρος σε ζαχαροπλαστεία. Πρόσφυγας από την Γιάλοβα στο μεγάλο Ξεριζωμό εγκαθίσταται με την οικογένεια του πρώτα στην
Αίγινα, μετά στην Έδεσσα και τελικά στο χωριό Εξαπλάτανος της Πέλλας , όπου
έζησε από το 1923 ως το 1932 για να εγκατασταθεί στην Κοζάνη. Η οικογένειά του
ήταν εύφορη αλλά τα έχασε όλα στη Μικρασιατική καταστροφή κι αναγκάστηκε να
εργαστεί σκληρά, όπως πιο πάνω αναφέρω. Ωστόσο
κατάφερε ακόμα να δουλέψει κι ως
ψάλτης και δάσκαλος στα χωριά της Αλμωπίας, αλλά ακόμη κι ως
επιστάτης στα έργα του Γαλλικού ποταμού.
Φαίνεται
πως από μαθητής ήδη του γυμνασίου εμφορούνταν από προοδευτικές ιδέες, έτσι στη Δ΄ τάξη του εξατάξιου γυμνασίου
αποβλήθηκε από τα γυμνάσια της περιοχής
του κι αρχίζει τις μετακινείτε από την Έδεσσα στην Κοζάνη, στη συνέχεια στο
Βόλο ακολουθώντας ένα περιφερόμενο μπουλούκι(θίασο) και στη συνέχεια καταλήγει
στην Αθήνα ,όπου ψάχνει και βρίσκει
πνευματικούς ανθρώπους που τόσο ανάγκη τους είχε. Συναντιέται με τον
Κώστα Βάρναλη κι αυτός τον συστήνει στον Άγγελο Σικελιανό και στον Μιλτιάδη
Μαλακάση στη συνέχεια. Έχει φτάσει εκεί με μια μικρή βαλιτσούλα και πολλά
χειρόγραφα από βιβλία που θα εκδοθούν αργότερα. Φαίνεται πως τους πείθει, αφού
είναι αυτοί που θα του συμπαρασταθούν για να προβάλει την ποίησή του, αλλά και
τα πεζογραφήματα, τα οποία βρίσκουν πολύ προοδευτικά, αλλά εξαιρετικής
γλαφυρότητας κι ο Μιλτιάδης Μαλακάσης του βρίσκει και κάποια εργασία για να
λύσει τα φοβερά οικονομικά του προβλήματα
να προσληφθεί ως βιβλιοθηκάριος στην»Αθηναϊκή Λέσχη». Την ίδια εποχή θα
γνωρίσει και τον καθηγητή του πανεπιστημίου Νίκο Βέη, που θα τον προτρέψει να
παρακολουθήσει μαθήματα φιλοσοφίας, ως ακροατής στο πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Λίγο αργότερα θα γίνει μέλος στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, με πρόεδρο τότε
τον Νίκο Καζαντζάκη.
Από
νεαρή ηλικία άρχισε να γράφει ποίηση και
ποιήματά του άρχισε να δημοσιεύει στο περιοδικό «Αγροτική Ιδέα» της Έδεσσας στα
1927, τα οποία υπέγραφε ακόμα με το πραγματικό του όνομα και γύρω στα 1930
ποιήματα του βρίσκουμε στην «Νέα Εστία» το πολύ σοβαρό περιοδικό που είχε
ιδρύσει λίγο νωρίτερα ο Γρηγόρης Ξενόπουλος. Η πρώτη φορά που υπέγραψε με το
φιλολογικό του ψευδώνυμο ήταν στα 1934
στο διήγημά του « Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από τα αστέρια»
Δεν
κατάφερε να σπουδάσει και ήταν από τους ελάχιστους αυτοδίδακτους συγγραφείς,
ωστόσο σε ηλικία 25 χρόνων εκδίδει το πρώτο του βιβλίο. Πρόκειται για μια
συλλογή διηγημάτων που φέρει τον τίτλο, «Τα πλοία που δεν άραξαν», το οποίο και
τιμήθηκε με το Μέγα Κρατικό Βραβείο στα 1938 και κάμποσα χρόνια αργότερα θα τιμηθεί με
το βραβείο «Χρυσή Δάφνη της Πανευρώπης»
στο Παρίσι στα 1951
Δυο χρόνια αργότερα θα δει το φως της δημοσιότητας το πεζογράφημά
του : «Περιμένοντας το ουράνιο τόξο» Στο
μεταξύ έρχεται ο Δεύτερος Παγκόσμιος
πόλεμος κι όλα αλλάζουν. Είναι από τους πρώτους που αρχίζει να
οργανώνεται και να οργανώνει ανθρώπους
των γραμμάτων στην Εθνική Αντίσταση και συνεχώς να γράφει ποίηση για τα πάθια
του λαού. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο πια πως ο Μενέλαος
Λουντέμης ανήκει στους πλέον προοδευτικούς συγγραφείς, ωστόσο μέσα του υπάρχει
η τάση εκείνη που τον φέρει κοντά στη μοίρα των πτωχών, των ταλαίπωρων λαϊκών
τάξεων. Φτωχούς μεροκαματιάρηδες και γενικά άτομα που υπέστησαν τραγικές εκμεταλλεύσεις από συνανθρώπους
τους. αποδιωγμένους και κατατρεγμένους της κοινωνίας. Τα περισσότερα βιώματά
του έχουν μεταβιβαστεί στους ήρωες των μυθιστορημάτων του, ωστόσο όλα αυτά μέσα
από χιλιάδες σελίδες των βιβλίων του μας
μεταδίδουν τον παλμό των ταλαίπωρων συνανθρώπων του. Παρόλο που από τις
επανεκδόσεις των βιβλίων του κέρδιζε αρκετά χρήματα, ο ίδιος συμπάσχει συνεχώς με τον ταλανιζόμενο συνάνθρωπό του ,
αλλά αυτές του οι ιδέες θα του δημιουργήσουν πολλά προβλήματα με τις αρχές και σύντομα θα αρχίσουν οι διώξεις, οι
φυλακίσεις και οι εξορίες, όταν πια τα
χιτλερικά στρατεύματα έχουν εγκαταλείψει ηττημένα την χώρα, που την έχουν ρημάξει κι αντί ο λαός να κοιτάξει
μπροστά για να ανορθωθεί η πατρίδα από
τα μύρια όσα υπέφερε από την βαρβαρότητα των ναζί, αρχίζει ο εμφύλιος
πόλεμος, που θα φέρει τη χώρα στο χείλος
του γκρεμού. Ο Λουντέμης που ανήκε στην πλευρά της ηττημένης πλευράς των
Ελλήνων, έχει συλληφθεί και καταδικαστεί για εσχάτη προδοσία σε θάνατο, που δεν
θα εκτελεστεί, ωστόσο καταλήξει μετά τη Μακρόνησο στην Αηστράτη, όπου και θα
παραμείνει κάπου για μια οχταετία, για
να μεταφερθεί στο 1956 στην Αθήνα από την εξορία προκειμένου να δικαστεί πάλι
για εσχάτη προδοσία για το βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες». Η δίκη θα διεξαχθεί
με τον εμφυλιακό νόμο 509/47, το δε κατηγορητήριο αναφέρεται σε»
προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας, και πως θίγει την έννοια του κράτους, καλλιεργεί αντεθνικό
μίσος, κλονίζει την εμπιστοσύνη του λαού
στη δικαιοσύνη κλπ…»
Τις
κατηγορίες θα προσπαθήσουν να αντικρούσουν επιφανείς πνευματικές
προσωπικότητες, όπως ο Μεσσήνιος στην καταγωγή Αλαγώνιος, Άγις Θέρος, Γιώργος
Θεοτοκάς, Κώστας Βάρναλης, Στρατής Δούκας
Ασημάκης Πανσέληνος κ. ά.
Είναι
χαρακτηριστική η απάντηση του κατηγορούμενου Λουντέμη στην ερώτηση του προέδρου
του δικαστηρίου, πως θα έπρεπε να υπογράψει τη δήλωση μετανοίας και να αποκηρύξει το ΚΚΕ, εκείνος απάντησε,
όσο πιο εμφαντικά μπορούσε για να δείξει πως δεν το φόβιζε τίποτα, λέγοντας
επιλέξει: «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια τα τέσσερα πόδια να γίνουν δύο, δεν
μπορώ εγώ να τα κάνω πάλι τέσσερα!» Μετά την καταδίκη του εκπατρίζεται στη
Ρουμανία, όπου και θα παραμείνει σχεδόν για μια εικοσαετία. Κι εκεί έγραψε με
πλήρη πια ελευθερία το μεγαλύτερο μέρος του
έργου του που ανέρχεται σε μερικές δεκάδες βιβλία. Διηγήματα,
μυθιστορήματα, θεατρικά, δοκίμια, παιδικά αφηγήματα, δοκίμια, μελέτες κλπ. Στο
μεταξύ τα βιβλία του έχουν απαγορευτεί ν α κυκλοφορούν για κάμποσο καιρό και
στην διάρκεια της δικτατορίας των Απριλιανών θα του αφαιρέσουν την ελληνική
ιθαγένεια. Θα εγκατασταθεί στο Βουκουρέστι, θα βαλθεί να μαθαίνει τη γλώσσα και
θα καταπιαστεί με το γράψιμο. Από το Βουκουρέστι θα πραγματοποιήσει πολλά
ταξίδια στην Ανατολή. Θα επισκεφτεί τη Κίνα και μετά το Βιετνάμ κι αυτό το
οδοιπορικό του θα το αποτυπώσει στο βιβλίο του «Μπατ-Τάι». Στο Βουκουρέστι προς
τιμήν του σπουδαίου Έλληνα συγγραφέα που
για δυο δεκαετίες έζησε στην πόλη τους, οι
τότε αρχές της έχτισαν ένα οίκημα
το οποίο υπάρχει ακόμα και σήμερα πρόκειται για το Μέγαρο Λουντέμη!
Μετά
την αλλαγή του δικτατορικού καθεστώτος στην Αθήνα επιθυμεί να επιστρέψει πια
στην πατρίδα και προβαίνει σε ανάλογες ενέργειες κι όταν τον ενημερώνουν πως
εγκρίνουν τον επαναπατρισμό, ο περήφανος εξόριστος συγγραφέας δεν δέχεται να
επιστρέψει με αυτήν την ιδιότητα, επιμένει να του αποδώσουν την ιθαγένεια,
αλλιώς θα προτιμούσε να πεθάνει στην εξορία, αφού όπως απαντούσε στον τότε
υπουργό Σόλωνα Γκίκα, δεν θα ήθελε σε καμιά περίπτωση ανεβοκατεβαίνοντας σκάλες
να παρακαλάει για λίγη πατρίδα. Τελικά με άνωθεν πιέσεις επανακτά την ελληνική
του ιθαγένεια, την Ελληνίδα ψυχή του. Επιστρέφει στην πατρίδα, δικαιωμένος, αλλά δυο χρόνια αργότερα
εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο. Φαίνεται πως οι πίκρες και τα βάσανα της ζωής του, του στένεψαν τα όρια της ζωής του κι έφυγε στα 65 του
χρόνια, ενώ θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερα με αυτή την θαυμάσια γραφίδα
του, ωστόσο κατάφερε παρά τις τόσες αντιξοότητες να παράξει τεράστιο συγγραφικό
έργο, που ανέρχεται σε κάμποσες χιλιάδες σελίδες., κάπου 40 τόμους συνολικά. Τα βιβλία του κυκλοφορούν σε δεκάδες χιλιάδες
αντίτυπα και γίνονται ανάρπαστα. Το ελληνικό κοινό τον λάτρεψε το έργο του
Μενέλαου Λουντέμη και το έργο του θα παραμείνει μια μεγάλη παρακαταθήκη για
κάθε αγωνιζόμενο πνευματικό άνθρωπο όλων των εποχών της Νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Έχει ειπωθεί και γραφεί πως ο πλέον πολυδιαβασμένος Έλληνας συγγραφέας μετά τον
Νίκο Καζαντζάκη είναι ο Μενέλαος Λουντέμης.
Ο
Μενέλαος Λουντέμης μετά από μια καρδιακή προσβολή, ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητό
του, χάνει την τελευταία του πνοή πάνω στο τιμόνι του αυτοκίνητο του και η
κηδεία του θα γίνει δημοσία δαπάνη, αφού πριν η σορός του θα εκτεθεί σε λαϊκό
προσκύνημα και θα ταφεί στο Α νεκροταφείο Αθήνας.
Τα
βιβλία του Μ. Λουντέμη έχουν μεταφραστεί σχεδόν σε όλες τις χώρες και γλώσσες
της Κεντρικής κι Ανατολικής Ευρώπης και σε όλες τις βαλκανικές χώρες, αλλά και
στην Δυτική Ευρώπη, κάποια του ποιήματα έχουν μελοποιηθεί το δε σπουδαίο του
έργο «Ένα παιδί μετράει τα άστρα» έχει διασκευαστεί σε θεατρικό δρώμενο.
Το έργο του Μ.
Λουντέμη ανέρχεται κάμποσες χιλιάδες σελίδες κι ανάμεσα τους υπάρχουν πολλές
συλλογές διηγημάτων, πολλά μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, οδοιπορικά,
παιδικά διηγήματα, θεατρικά, δοκίμια, μελέτες, εργοβιογραφικά Ελλήνων και ξένων
ποιητών, συγγραφέων. Κατά κατηγορία θα αναφέρω κάποια από αυτά, έτσι από τις
πρώτες του συλλογές διηγημάτων είναι και τα ακόλουθα: Τα πλοία που δεν
άραξαν(1938), Περιμένοντας το ουράνιο τόξο(1940),Το Γλυκοχάραμα(1944), Βουρκωμένες μέρες,(1953), Αυτοί που φέρανε την
καταχνιά(1946)Το τραγούδι των Διψασμένων(1966) κι από τα μυθιστορήματά του:
Έκσταση(1943),Καληνύχτα ζωή(1946), Συννεφιάζει(1946) Οι κερασιές θα ανθίσουν
φέτος(1956), Ένα παιδί μετράει τ΄ άστρα(1956), Τότε που κυνηγούσα τους
ανέμους(1956)Το ρολόι του κόσμου χτυπάει μεσάνυχτα(1963), Η φυλακή του κάτω κόσμου(1964), Λύσσα(1966), Τρόπαια Α(
Αναφέρεται στον Μαραθώνα), και Τρόπαια Β(Αναφέρεται στη Σαλαμίνα) (1966), Κάτω
από τα άστρα της Ελπίδας,(1967), Το κρασί των δειλών(1967) Οι ήρωες κοιμούνται
ήσυχα(1969), Άγγελος με γύψινα φτερά (1971), Οδός Αβύσσου(1972), Θυμωμένα στάχια (1971), Αγέλαστη
άνοιξη(1972), Της γης οι αντρειωμένοι (1973),
και κάποια άλλα μυθιστορήματα. Ακολουθούν κάποια θεατρικά: Θα κλάψω αύριο
(1975) Ανθισμένο όνειρο(1975)(Πικρή θάλασσα(1976) Ακολουθούν κάποια οδοιπορικά
κι ανάμεσά τους, το Μπατ-Τάι και
δοκίμια, όπως το Ταξίδι στην απεραντοσύνη για να κλείσω με τα παιδικά
διηγήματα: όπως τα : Δαίδαλος, Ίκαρος, Ηρακλής, Θησέας, Ο μεγάλος Δεκέμβρης,
και τις ποιητικές συλλογές: όπως τα
Κραυγή στα πέλαγα, Θρηνολόι και άσματα για το σταυρωμένο νησί, Το σπαθί και το φιλί, Κονσέρτο για μυδράλια
κι αηδόνια, Πυρπολημένη μνήμη, Εφτά
κύκλοι της μοναξιάς, Τραγούδια για την
Κύπρο και τα εργοβιογραφικά του πολύ
σημαντικά βιβλία, όπως Ο Λυράρης (Μιλτιάδης Μαλακάσης),Ο Κονταρομάχος( Κάστας
Βάρναλης), Ο Εξάγγελος(Άγγελος Σικελιανός). Περιληπτικά και μόνο αυτό είναι το
τεράστιο έργο του Μενέλαο Λουντέμη. Η βιβλιογραφία για το έργο του Μ. Λουντέμη
και τη ζωή του είναι τεράστια.
Κλείνοντας αυτό μου το αφιέρωμα για τα εκατό
χρόνια από τη γέννησή του θα επιθυμούσα να παραθέσω ένα χαρακτηριστικό του
ποίημα το «Οι κερασιές θα ανθίσουν και φέτος»
«Οι κερασιές θα
ανθίσουν και φέτος στην αυλή
και θα γεμίσουν με άνθη
το παρτέρι
Μικρή που είναι η
άνοιξη, σαν είσαι δίχως ταίρι-
πικρή που ΄ν΄ η ζωή..
Άνοιξε το παράθυρο
στην πρωινή γιορτή
για να μπουν οι μοσχοβολιές από το περιβόλι
Αχ, κάθε του
τριαντάφυλλο και μια πληγή από βόλι-
είναι για σε , ποιητή…
Νύσταξα να σε καρτερώ,
έρωτα, και να λιώνω,
πα στο βιβλίο της
ζωής, σκυμμένος μια ζωή!
Μα αν ήταν να
ερχόσουνα, για ένα έστω, πρωί,
χίλια δε να ΄δινα
πρωινά, να ζούσα εκείνο μόνο.
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
ΕΑΡΙΝΗ ΙΣΗΜΕΡΙΑ, ΠΩΣ;
Αλήθεια
πόσοι είμαστε; Προχθές* πραγματοποιήθηκε
η ανά δεκαετία ημέρα της απογραφής του πληθυσμού της χώρας και σε λίγες μέρες
θα γνωρίζουμε πόσοι είμαστε, Έλληνες κι αλλοδαποί, εργαζόμενοι κι άνεργοι κι
ένα σωρό άλλες ιδιότητες του λαού μας. Αναρωτιέμαι όμως, πόσοι τελικά θα
είμαστε αυτοί που θα ασχοληθούμε, με το πρόσφατο γεγονός, πως η χώρα
αναλαμβάνει επιτέλους και μια διεθνή
πρωτοβουλία να διοργανώσει ένα τετραήμερο εκδηλώσεων για την ποίηση στοχεύοντας
η διοργάνωση αυτή να αποτελέσει το πρώτο βήμα για την καθιέρωση Διεθνούς Ημέρας
της Ποίησης και κάθε χρόνο να γιορτάζεται σε διαφορετική χώρα
Τον
εορτασμό Ημέρας της Ποίησης με την έναρξη της εαρινής ισημερίας, ας μη
λησμονούμε πως τον ξεκίνησε πέρυσι η Γαλλία με μπροστάρη τον παλιό καλό φίλο
της Ελλάδας και πάλαι ποτέ υπουργό πολιτισμού της φίλης χώρας Ζακ Λανγκ.
Αρχικά λέμε μπράβο στο Υπουργείο Πολιτισμού, υπό την
αιγί-δα του οποίου θα
πραγματοποιηθούν κι ακόμα στο
ΕΚΕΒΙ (Εθνικό Κέντρο Βιβλίου) και το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, ως συνδιοργανωτές και φυσικά
ιδιαίτερο μπράβο στον χαλκέντερο
συγγραφέα και πρέσβη μας στην UNESCO
Βασίλη Βασιλικό με του οποίου την
πρωτοβουλία θα λάβει σάρκα κι οστά μια παλιά ιδέα της Εταιρείας Ελλήνων
Συγγραφέων. Το γεγονός αυτό ανακοίνωσε το Υπουργείο Πολιτισμού την περασμένη
εβδομάδα, αλλά δυστυχώς ακόμα δεν άκουσα από τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης μα
ούτε κι από τον Τύπο ούτε μια λέξη για το σημαντικό αυτό γεγονός. Ούτε καν στα
ψιλά δεν πέρασε σαν είδηση, τουλάχιστον από τις εφημερίδες που έτυχε να διαβάσω
και διαβάζω αρκετές! Κι είναι τραγικά λυπηρό αυτό που μας συμβαίνει κι αυτός
ήταν ο λόγος που πιο πάνω επεσήμανα το πόσοι τελικά είμαστε σ΄ αυτή τη χώρα που
περνάει από το μυαλό μας μια τέτοια υποψία, το τι πια μπορεί να σημαίνει το γεγονός αυτό!
Αλήθεια πόσοι είμαστε; Φαίνεται πια πως κανείς δεν μετράει τους ποιητές ή τους
έχει αφήσει στο πίσω μέρος του μυαλού του να …καθεύδουν!
Κι
όμως υποτίθεται πως είμαστε οι απόγονοι των πρώτων ποιητών του κόσμου και
καυχιόμαστε σαφώς για αυτό περίτρανα όπου βρεθούμε και προπηλακίζουμε τους
πάντες που μας πήρανε τα…αγαθά τα πνευματικά. Αλλά γιατί να λησμονούμε ακόμα
πως στο δεύτερο μισό του αιώνα που πέρασε, δυο τρανοί μας ποιητές μας τίμησαν
με το έργο τους και την παγκόσμια τους διάκριση, όντας η Σουηδική Ακαδημία
βράβευσε και τους δυο με το Νόμπελ
λογοτεχνίας. Αναφέρομαι στο Γιώργο Σεφέρη που το 1963 βραβεύτηκε με το ανώτατο αυτό βραβείο και 16
χρόνια αργότερα ένας άλλος αξιόλογος Έλληνας ποιητής ο Οδυσσέας Ελύτης ξαναέφερε το σπουδαίο αυτό
πνευματικό έπαθλο στη χώρα μας, το 1979. Και τότε μεν χάλασε ο κόσμος από την
πολιτιστική πρεμούρα μας, για να μπουν
αμέσως μετά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, όπως είθιστε να συμβαίνει στη χώρα
μας. Εμείς περί άλλων…τυρβάζουμε. Πατρίς, θρησκεία οικογένεια κι έχει ο θεός
της Ελλάδας, που τόσο γρήγορα μας αποχαυνώνει!
Ωστόσο,
όπως προανέφερα, τους έχουμε στοιβαγμένους στο πίσω μέρος του μυαλού μας κι
όταν η χρεία....κρουταλεί, τους ανασύρουμε μεγαλόπρεπα! Ενημερωτικά μόνο να
αναφέρω πως οι τετραήμερες εκδηλώσεις θα πραγματοποιηθούν στην Αθήνα, στους
Δελφούς και στην Ολυμπία. Ο ίδιος ο Υπουργός Πολιτισμού κ. Ευάγγελος Βενιζέ-λος
επισήμανε, πως για το Υπουργείο η
εκδήλωση αυτή πρέπει να αποτελέσει κορυφαία στιγμή για την ελληνική ποίηση και
τους Έλληνες ποιητές. Άμποτε! Εν πάση περιπτώσει η έναρξη των εκδηλώσεων θα
πραγματοποιηθεί στο Μέγαρο Μουσικής με απαγγελίες ποιημάτων από τους ίδιους
τους προσκεκλημένους ποιητές στη γλώσσα
που είναι τα ποιήματα γραμμένα.
Κι
ας σημειωθεί πως έχουν προσκαλεστεί πολλοί
ξένοι ποιητές, απ΄ όλο τον κόσμο. Στο Μέγαρο Μουσικής θα πραγματοποιηθεί επίσης μουσική έκδήλωση
με ποιήματα μελοποιημένα Ελλήνων
και ξένων ποιητών(Σεφέρη, Ρίτσου, Ελύτη, Πωλ Ελυάρ, Φεντερίκο Λόρκα, Πάμπλο
Νερούντα) τα οποία θα ερμηνεύσουν η Μαρία Φαραντούρη και η Νένα Βενετσάνου.
Στο Συνεδριακό Κέντρο Δελφών θα
πραγματοποιηθούν συζητήσεις με θέματα που αφορούν στην ποίηση, στο ρόλο της
στην εποχή μας, ακόμα και οι θεραπευτικές ικανότητες από την απαγγελία
ποιημάτων. Τέλος στην Ολυμπία θα γίνουν εκδηλώσεις κλείνοντας τον κύκλο των ποιητικών γιορτών με
αναγνώσεις, απαγγελίες και μουσική βραδιά. Όλες οι εκδηλώσεις βέβαια τελούν υπό
την αιγίδα της UNESCO.
Ας
ελπίσουμε πως κάτι πάει να γίνει, μόνο για να «γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή»,
όπως αναφέρει κι ο νομπελίστας ποιητής μας
*Το σημείωμα αυτό
γράφτηκε τον Μάρτη 2001.
ΙΑΝΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΣΥΝΘΕΤΗΣ
Δεν
ξέρω αν μας περιποιούν χαρά, ευδαιμονία ή τιμή ακόμα ή… περί άλλων τυρβάζουμε, οι
κατά καιρούς διακρίσεις ή τιμητικές εκδηλώσεις για ομοεθνείς μας, μεγάλους
δημιουργούς της τέχνης, όπως στην περίπτωσή μας, που αφορά στον πασίγνωστο
διεθνώς συνθέτη σύγχρονης μουσικής Γιάννη(πολιτογραφημένο στα γαλλικά
πολιτιστικά πράγματα ως Ιάνη) Ξενάκη* και μάλιστα όταν τούτο το πράττει η
Γαλλική Εθνική Ραδιοφωνία (Radio
France),
που όπως μας πληροφόρησαν οι ανταποκριτές μας από το Παρίσι, διοργάνωσε το
φεστιβάλ»Παρουσίες» από τις 30 Ιανουαρίου ως τα μέσα Φεβρουαρίου με ειδικό
αφιέρωμα στον Έλληνα συνθέτη Ξενάκη –τονίζω την ιθαγένεια, γιατί ψάχνοντας για βιογραφικά κι άλλα στοιχεία για το έργο του σε ξένη
βιβλιογραφία ως «Γάλλο» τον ανέφεραν-Τι κρίμα!- εκεί που περιλαμβάνει την
παρουσίαση της μουσικής δημιουργίας του με πάμπολλα έργα του. Το Ράδιο Φρανς
έχει καθιερώσει κάθε χρόνο περίπου τέτοια εποχή να παρουσιάζει μια διεθνή
προσωπικότητα από το χώρο της μουσικής και φέτος είναι η χρονιά που τιμά τον δικό μας
Γιάννη Ξενάκη, έναν από τους σημαντικότερους συνθέτες στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και που η μουσική του πρωτοπορία έδωσε
άλλη διάσταση στη σύγχρονη, ηλεκτρονική μουσική.
Στο
φεστιβάλ αυτό της Γαλλικής Εθνικής Ραδιοφωνίας παρουσιάστηκε μέγάλο μέρος από το έργο του τιμώμενου
συνθέτη και καθόλη την διάρκεια των εκδηλώσεων σε ειδική αίθουσα του «Ράδιο
Φρανς» είχαν αναρτηθεί γιγάντιες αφίσες με τις μουσικές, αλλά κι αρχιτεκτονικές
δημιουργίες του διάσημου Έλληνα μουσικού Βέβαια άλλοι είναι ειδικοί για να
μιλήσουν, να γράψουν και να αναλύσουν τα μουσικά δημιουργήματα του Γιάννη
Ξενάκη, εγώ ως απλός Έλληνας κι ανήσυχος για την παραπέρα πορεία μας στα
πολιτιστικά δρώμενα της Ενωμένης μας Ευρώπης, δράττομαι της ευκαιρίας να γράφω
λίγα λόγια για αυτόν τον εξαίρετο Έλληνα της διασποράς, που …περνάει άνετα τα
μηνύματα αυτής της φυλής, που μηδέποτε έπαυσε να προσφέρει σε παγκόσμια
κλίμακα, σε όλους τους τομείς και σε
όλες τις εποχές στη διαχρονική πολιτισμικότητα. Τυχαίνει-ευτυχώς! τούτο
να συμβαίνει συχνά-πυκνά, έτσι που τούτη η φτενή κι άγονη γης του ελλαδικού
χώρου, μαθές, φορές-φορές αναγαλλιάζει ορεγόμενη τις πρωτινές της δόξες και τιμές και μας
αντέχει ακόμα πάνω της να πίνουμε το φως του ήλιου του βιγλάτορα! και να
διαχέεται ακόμα ο αρχέγονος μύθος των καταβολών μας. Ο Γιάννης Ξενάκης
γεννήθηκε στη Βραΐλα της Ρουμανίας στις ω29 του Μάη 1922. Όντας δεκάχρονος
μεταναστεύει η οικογένειά του στην Ελλάδα κι εγκαθίσταται στις Σπέτσες, όπου
και περατώνει τις εγκύκλιες σπουδές του, για να εγγραφεί αργότερα στο Μετσόβιο
Πολυτεχνείο και το 1947 ακολουθώντας τη μοίρα των περισσοτέρων πνευματικών- σχεδόν προοδευτικά σκεπτόμενων
ανθρώπων της εποχής… αυτοεξορίζεται, που αλλού, παρά στο Παρίσι- κυνηγημένος
και λαβωμένος με μια βαθιά ουλή στο πρόσωπο-σήμα κατατεθέν των εμφύλιων
εχθροπραξιών. Φεύγει με το γνωστό γαλλικό πλοίο που πήρε όλη σχεδόν την
πνευματική ελίτ της εποχής!
Αρχίζει
να εργάζεται ως αρχιτέκτονας-μέλος της διάσημης ομάδας του Λε Κορμπιζιέ- και
παράλληλα ξεκινάει να συνθέτει μουσική χρησιμοποιώντας αριθμούς, τα μαθηματικά και τις μηχανές ως βάση. Συνθέτει
το πρώτο του έργο «Μετάσταση» το 1954, εφαρμόζοντας για πρώτη φορά παγκόσμια τη
θεωρία των πιθανοτήτων στη μουσική του σύνθεση. Θα ακολουθήσουν τα
«Πειθοπρακτά» το 1956, οι «Απορρίψεις» το 1957. Πρόκειται για ορχηστρικά
σύνολα, βασισμένα σε κυλιόμενες κλιμακες
που ουσιαστικά καθορίζονται από μεθόδους στατιστικών πιθανοτήτων. Συνεργάζεται
με τον Λε Κορμπιζιέ και τον Βεράζ για το εκθεσιακό περίπτερο της Philips
στη Διεθνή Έκθεση των Βρυξελών. Λίγο αργότερα θα συνθέσει τα «Ιόντα» για
πνευστά και πιάνο το 1963, για να ακολουθήσουν τα «Πολύτοπα» για το Μουσείο
«Κλίνι» της Γαλλίας, για το Μόντρεαλ και για άλλες διεθνείς εκθέσεις.
Δυο
χρόνια μετά τη μεταπολίτευση στην Ελλάδα θα δημιουρ-γήσει-γιατί για δημιουργία
πρόκειται- την περίφημη παράσταση «Πολύτοπο των Μυκηνών» στο χώρο των αρχαίων
Μυκηνών με προσωπική συνδρομή του πρωθυπουργού– και προς τιμή του!- Κωνσταντίνου Καραμανλή, για την πολυδάπανη
και δύσκολη υποθέτω, επίτευξή της. Μια παράσταση που για αυτούς που την
παρακολού-θησαν-κι είχα την ευτυχία να παραβρεθώ εκεί- ήταν μια μυσταγωγία, ένα
πρωτόφαντο ,αρχαϊκό, ορφικό δρώμενο, που εκεί στους …άγιους τόπους των καταβολών μας έπαιρνε σάρκα κι
οστά, η αρχαία αυτή ιερουργία.
Ο
σπουδαίος αυτός μουσικοσυνθέτης σύγχρονης μουσικής θα συνθέσει ακόμα τα:
«Μόρσιμα», και «Αμόρσιμα», την «Ικχώρ», «Ψάπφα», «Συρμό», «Έρικθον» και τα χορωδιακά:
«Ικέτιδες», «Ανε-μόεσσα» και «Νέκυια» . Όπως τονίζει ο Έρικ Σάλτσμαν στο βιβλίο
του «Εισαγωγή στη μουσική του 20ου αιώνα», « Ο Ξενάκης ορίζει
πάντοτε τις συνθήκες πριν από τη σύνθεση
και με τους αυστηρότερους όρους ακόμα κι όταν ασχολείται με τις λεγόμενες
ανορθολογικότητες… Αν η μουσική του Κέιτζ είναι μουσική του παράλογου(Music of the absurd), η μουσική του Ξενάκη είναι η
μουσική του άρρητου( Music
of
the
surd)…»
Ο μεγάλος Έλληνας συνθέτης μαζί με
τους: Στοκχάουζεν, Μπουλέζ, Κέιτζ, Ντότερ με κάποιους της πολωνικής σχολής
Πετερέ-σκι, Σέφερ, Γκορέσκι έφεραν στη σύγχρονη
μουσική μια επανάσταση, που σίγουρα γρήγορα θα μας δείξει τη διαχρονική
της πορεία.
Ο
Γιάννης Ξενάκης το 1983 εκλέχτηκε μέλος
της Γαλλικής Ακαδημίας. Πέθανε σε ηλικία 80 ετών (2002), αφήνοντας πίσω του ένα
πολιτιστικό έργο τεράστιας αξίας.
Μετά
το θάνατό του και την αποτέφρωσή του σώματός του η τέφρα του μεταφέρθηκε και διασκορπίστηκε πάνω από το
αγαπημένο του Αιγαίο, έτσι όπως το είχε επιθυμήσει ο ίδιος, αυτός ο διαχρονικός
Έλληνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου