Του Σωτήρη Ε. Γυφτάκη
Ο εξαίρετος ποιητής των σονέτων , ο πιότερο
ένθερμος πατριώτης, που πρόσφερε την ίδια του τη ζωή στην υπηρεσία των
ιδανικών της πατρίδας, γεννήθηκε πριν
από εκατόν πενήντα χρόνια ακριβώς, 1860, στην ιστορική Ιθάκη, από Ελληνοισπανό
πατέρα, που ως δικαστής υπηρετούσε στην Ιόνιο Πολιτεία. Γόνος αριστοκρατικής
οικογένειας.
Ο
παππούς του Λορέντζος υπήρξε πρεσβευτής
της Ισπανίας στα Ιόνια νησιά, όπου κι
έζησε πάνω από μια δεκαετία, παντρεύτηκε Κερκυραία αριστοκράτισσα και έκτοτε
παρέμεινε εκεί ως πολιτογραφημένος πολίτης της Ιόνιας Πολιτείας, αλλά κι ο γιος
του παντρεύτηκε επίσης Κερκυραία, πάλι αριστοκράτισσα, την Αικατερίνη
Καποδίστρια- Σούφη.
Να επισημάνω εδώ πως το όνομα Καποδίστριας προέρχεται από
τις λέξεις Κάπο, που σημαίνει δήμαρχος ή άρχοντας ευρύτερα και τη λέξη
Ίστρια, που είναι παράλια περιοχή στην
Αδριατική, που σήμερα ανήκει μέρος της στην Κροατία, ως επίσης και στην
Σλοβενία. Ο Μικρός Λορέντζος τα πρώτα του χρόνια θα τα ζήσει στην Ιθάκη και
μαθητής πια του Δημοτικού σχολείου θα μεταβεί στην Κέρκυρα. Εκεί θα τελειώσει
το γυμνάσιο, θα γνωριστεί από τα ύστερα
εφηβικά του χρόνια με τον Ιάκωβο Πολυλά, τον Γεράσιμο Μαρκορά και άλλους
λιγώτερο γνωστούς ποιητές και λόγιους των Ιονίων Νήσων, με την ποιητική
παράδοση των οποίων θα γαλουχηθεί, κύρια με την ποίηση του Σολωμού ,που
κατέχουν ήδη οι καλλιτεχνικοί κύκλοι της Κέρκυρας και όχι μόνο.
Τελειώνοντας
τις εγκύκλιες σπουδές του θα μεταβεί στην Αθήνα, για να γραφτεί στη Φιλοσοφική Σχολή του
πανεπιστήμιου της Αθήνας. Η ποίηση όμως των: Παράσχου, Ραγκαβαίων και Σούτσων
θα τον απογοητεύσουν, όντας εμφορούμενος από το νέο ελληνικό πνεύμα που τον
έχει εμποτίσει στη δημοτική, Ιόνια γλώσσα, όπου και είχε ήδη από μαθητής εντρυφήσει,
κι είχε μέσα του ενσταλάξει βαθιές ρίζες. Είναι και αυτό μια από τις αιτίες που τον αναγκάζει να
αλλάξει γνώμη και να εγκαταλείψει την Αθήνα και να καταφύγει στην Ευρώπη για
σπουδές. Θα εγκατασταθεί αρχικά στο Μόναχο, ήδη από τα 19 του χρόνια, στη
συνέχεια μεταβαίνει στο Ερλάγκεν και μετά στο σπουδαίο πανεπιστήμιο του
Φράιμπουργκ. Πνεύμα ανήσυχο και
περιπετειώδες εξακολουθεί να αλλάζει συνεχώς πανεπιστήμια. Έτσι θα μεταβεί στο
Μπρέσλαου, που σήμερα ανήκει πια στην Πολωνία( ως Βρότσλαβ) για να καταλήξει στο τότε γερμανικό και
σήμερα γαλλικό, Στρασβούργο. Θα περάσει πολύ όμορφα χρόνια στη Γερμανία ως
φοιτητής, όπως ανακαλύπτουμε από επιστολές του ίδιου.
Σπουδάζει
φιλοσοφία και παράλληλα μαθαίνει ξένες γλώσσες. Γερμανικά, Γαλλικά, Αγγλικά,
ενώ ήδη κατέχει τα Ιταλικά από τα μαθητικά του χρόνια στην πατρίδα του.
Επιστρέφει από μια δεκαπενταετία περίπου στην Κέρκυρα. Είναι η εποχή που θα
ασχοληθεί πια έντονα με την ποίηση, ταιριάζοντας τα υπέροχα σονέτα του,
δημοσιεύοντας τα στα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, κυρίως στο περιοδικό
«Τέχνη», που εκδίδει ο Χατζόπουλος
Κώστας, που μαζί με τον Μεσσήνιο ποιητή Γιάννη Καμπύση, θεωρούνται οι
γερμανοσπουδασμένοι ποιητές κι ως εκ τούτου γνωστοί και στον Μαβίλη. Ο ένθερμος
πάντα πατριώτης, ποιητής Μαβίλης μεταβαίνει
στην Κρήτη, όπου έχουν ξεσπάσει τα Απελευθερωτικά Κινήματα των Κρητικών κατά των Τούρκων, που στόχο έχουν την
αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού. Εκεί θα γνωριστεί με τον Ελευθέριο Βενιζέλο,
μια φιλία που θα διατηρηθεί για όσο χρόνο θα ζήσει ο ποιητής. Είναι τα χρόνια της εθνικής αφύπνισης! Στον
πόλεμο του 1897 θα τον βρούμε μαζί με τον συμπατριώτη του λόγιο, Κώστα Θεοτόκη,
να συμμετέχει και θα μπει στη Φιλιππιάδα
την άνοιξη του 1897. Θα στενοχωρηθεί πολύ για την έκβαση του πολέμου και θα
επιρρίψει κύρια τις ευθύνες στο παλάτι.. Θα επιστρέψει στην Κέρκυρα και θα
καταφύγει στο αγρόκτημα του για να ξεχάσει τα όσα βαθιά τον πλήγωσαν, αλλά η φιλοπατρία του τον
διακατέχει, δεν τον αφήνει να αμέτοχο. Μαζί με τον Θεοτόκη ιδρύουν μια Σοσιαλιστική Κίνηση, επικοινωνούν με
Αθηναίους ποιητές και διανοούμενους, που ποθούν κι εκείνοι βαθιά κάτι να
αλλάξει στην Ελλάδα. Είναι η εποχή που στην Αθήνα ξεσπάει μια πατριωτική
κίνηση, αξιωματικών, το γνωστό κίνημα στο Γουδί και οι τύχες του Έθνους
παραδίδονται στον επαναστάτη της Θερίσου, στον Ελευθέριο Βενιζέλο , όπου γύρω
του συσπειρώνονται οι προοδευτικές δυνάμεις. Οι Μαβίλης και Θεοτόκης είναι από
τους πρώτους που θα συνταχθούν με τον Βενιζέλο. Ο Μαβίλης εκλέγεται
βουλευτής Κέρκυρας, το 1911 και είναι
από τους πρώτους δημοτικιστές βουλευτές που θα ζητήσει την αναγνώριση της
δημοτικής γλώσσας, ως επίσημης γλώσσας του κράτους. Θα βρεθεί ανάμεσα στα πυρά
των γλωσσαμυντόρων, καθαρευουσιάνων πολιτικών, που αποκαλούν «χυδαία γλώσσα» τη
δημοτική. Εκείνη η φράση του ποιητή Λορέτζου Μαβίλη, που σθεναρά υποστηρίζει
την άποψή του, θα μείνει ιστορική: « Δεν υπάρχει χυδαία γλώσσα, αλλά χυδαίοι
άνθρωποι…» και φτάνει μάλιστα στο σημείο να υποστηρίξει μέσα στο κοινοβούλιο τα
παρακάτω: «Υπάρχουν πολλοί χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσαν!»
Η μεγάλη
του αγάπη για την ελευθερία της πατρίδας
θα τον βρει ένα χρόνο αργότερα, όταν ξεσπάει ο Ελληνο-τουρκικός πόλεμος
το 1912, όπου σπεύδει πρώτος στην πρώτη γραμμή του μετώπου επικεφαλής της ομάδας Γαριβαλδινών με το
βαθμό του λοχαγού και μάχεται σκληρά κι εκεί στις απότομες υπώρειες του όρους
Δρίσκου θα τον βρει ο θάνατος μαχόμενο
ηρωικά. Εκεί θα τον ανταμώσει η αθανασία εκείνο το πρωινό της 28ης
Νοεμβρίου το 1912.
Ο
ποιητής Μαβίλης είχε το χάρισμα να συνθέτει υπέροχα σονέτα. Πιθανόν να είναι
από τους πλέον καταξιωμένους στην άρτια τεχνική του σονέτου, επιδιώκοντας την
τελειότητα στην τεχνική των στίχων του. Όσο ζούσε δεν πρόφτασε να δει τα
ποιήματά του τυπωμένα σε βιβλίο, ωστόσο πολλά είχαν δημοσιευτεί σε περιοδικά κι
εφημερίδες της εποχής και ήταν σίγουρα πολύ γνωστός ευρύτερα για τα σονέτα του.
Η πρώτη έκδοση όλου του ποιητικού του έργου, τόσο των σονέτων, όσο των
δίστιχων, τρίστιχων μελετών και λοιπού
πεζογραφικού του έργου πραγματοποιήθηκε στην Αλεξάνδρεια στα 1915 με τον ενδεικτικό
τίτλο: « Έργα του Λορέντζου Μαβίλη» Ως σήμερα έχει επανεκδοθεί πολλές φορές το συνολικό του έργο. Ο ποιητής Μαβίλης
θεωρείται από τους γνησιότερους εκπροσώπους της Επτανησιακής Σχολής, αλλά
σίγουρα ο Μαβίλης έχει καθιερωθεί ως ο
ποιητής των σονέτων.
Σονέτα του όπως η «Λήθη» που
παραθέτω παρακάτω είναι από τα καταπληκτικότερα ποιήματα της Νεοελληνικής
Γραμματολογίας
Η
Λήθη
«
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την
πίκρα της ζωής. Όντας βυθίσει
ο
ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,
μην
τους κλαις, ο καημός, όσος και να΄ ναι.
Τέτοιαν
ώρα οι ψυχές ξυπνούν και πάνε
στη
λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση
μα
βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει
αν
στάξει για αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε
κι
αν πιουν θολό νερό ξαναθυμούνται
διαβαίνοντας
λιβάδια απ΄ ασφοδείλι
πόνους
παλιούς που μέσα τους κοιμούνται
αχ,
δε μπορείς παρά να κλαις το δείλι
Τους
Ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν,
θέλουν,
μα δε βολεί να λησμονήσουν.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου