“Ο Έλληνας φορολογούμενος όχι μόνον είχε αρνητική απόδοση για τα χρήματα που έβαλε, αλλά επιπλέον θα εκαλείτο να βάλει και άλλα 5 δις ευρώ για να καλύψει την μαύρη τρύπα της περιόδου αυτής και να συνεχίσει η τράπεζα τη λειτουργία της” δήλωσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γ. Προβόπουλος στο...
πλαίσιο ομιλίας του στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής για την Αγροτική Τράπεζα.
Μεταξύ άλλων, ο κ. Προβόπουλος υπογράμμισε: ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είχε αποφασίσει ότι μετά το τέλος Ιουλίου δεν θα μπορούσε να παρέχει ρευστότητα στην ΑΤΕ. Διότι η τράπεζα αυτή:
• ήταν σημαντικά υποκεφαλαιοποιημένη,
• δεν ήταν βιώσιμη και
• δεν υπήρχε προοπτική ο βασικός μέτοχος να την ανακεφαλαιοποιήσει.
Επιπλέον, τόνισε πως αν δεν εφαρμόζονταν επομένως τα μέτρα εξυγίανσης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα διέκοπτε την παροχή ρευστότητας, ύψους 6,3 δις ευρώ.
Αν όμως διακοπτόταν η παροχή ρευστότητας, η Αγροτική θα έκλεινε αμέσως, τόνισε ο κ. Προβόπουλος και συμπλήρωσε: “Και θα είχαμε πάνω από 5000 ακόμη ανέργους, ενώ θα έπρεπε να ανευρεθούν 14 δις ευρώ για την αποζημίωση των καταθετών και άλλα 6,3 δις ευρώ για την επιστροφή της ρευστότητας στο Ευρωσύστημα, συνολικά πάνω από 20 δις ευρώ”.
Ποιες ήταν οι εναλλακτικές επιλογές;
Η Αγροτική Τράπεζα δεν ήταν βιώσιμη. Αυτό είναι σαφές, αφού:
• Εμφάνιζε χρόνια δομικά προβλήματα.
• Παρουσίαζε χαμηλή παραγωγικότητα και ελλείψεις στην οργανωτική και τη λειτουργική της διάρθρωση.
• Εμφάνιζε ένα κακής ποιότητας ενεργητικό λόγω του κρατικού εναγκαλισμού και αδυναμιών στο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων. Αυτά κατέληγαν συχνά σε μια δανειοδοτική πολιτική που παρέβλεπε τα τραπεζικά κριτήρια.
• Και κυρίως, παρά τις συνεχείς ενέσεις κεφαλαίων από το Δημόσιο, η Αγροτική Τράπεζα αντιμετώπιζε κεφαλαιακή ανεπάρκεια.
Ποιες ήταν όμως οι εναλλακτικές επιλογές; Όπως τόνισε ο κ. Προβόπουλος, η Αγροτική Τράπεζα δεν ήταν βιώσιμη. Αυτό είναι σαφές, αφού:
• Εμφάνιζε χρόνια δομικά προβλήματα.
• Παρουσίαζε χαμηλή παραγωγικότητα και ελλείψεις στην οργανωτική και τη λειτουργική της διάρθρωση.
• Εμφάνιζε ένα κακής ποιότητας ενεργητικό λόγω του κρατικού εναγκαλισμού και αδυναμιών στο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων. Αυτά κατέληγαν συχνά σε μια δανειοδοτική πολιτική που παρέβλεπε τα τραπεζικά κριτήρια.
• Και κυρίως, παρά τις συνεχείς ενέσεις κεφαλαίων από το Δημόσιο, η Αγροτική Τράπεζα αντιμετώπιζε κεφαλαιακή ανεπάρκεια.
Και συνέχισε λέγοντας: “Απόδειξη των μεγάλων αδυναμιών της ήταν ότι κατετάγη στην τελευταία θέση της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, που διεξήγαγε η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή το 2011. Τελευταία πανευρωπαϊκά επί συνόλου 91 μεγάλων τραπεζών!
Εξαιτίας μάλιστα όλων αυτών των αδυναμιών και των χρονίως αδύνατων επιδόσεων, ορισμένοι εκπρόσωποι της Τρόικα θεωρούσαν ότι η Αγροτική έπρεπε να κλείσει.
Η άποψη της Τράπεζας της Ελλάδος (αλλά και της κυβέρνησης) ήταν ότι μια τέτοια λύση θα έπρεπε πάση θυσία να αποφευχθεί, ιδιαίτερα για λόγους συστημικής σταθερότητας και κόστους.
Γι αυτό η ΤτΕ επέμεινε και έπεισε να αναζητηθεί μια προσφορότερη οδός. Για ένα διάστημα λοιπόν η ΑΤΕ αφέθηκε να εφαρμόσει το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης, που, ούτως ή άλλως, έπρεπε να ακολουθήσει βάσει των υποχρεώσεων που προέκυψαν από τη χρηματοδότηση μέσω των ρυθμίσεων του ν. 3723/2008.
Έκτοτε οι οικονομικές συνθήκες χειροτέρευσαν θεαματικά. Η μεγάλη αύξηση στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και η αρνητική επίπτωση από το PSI επιβάρυναν περαιτέρω τη θέση της τράπεζας. Στη διάρκεια του 2011, ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας υπολειπόταν του ελάχιστου ορίου του 8%. Μετά και το PSI, ο δείκτης είχε διαμορφωθεί στο -26%, στα τέλη του 2011, αφού τα ίδια κεφάλαια ήταν αρνητικά κατά 3 δις ευρώ.
Αν η ανακεφαλαιοποίηση της ΑΤΕ ήταν εφικτή, θα απαιτούνταν 5 δις ευρώ. Και σημειώστε ότι ένα μεγάλο μέρος των κεφαλαιακών αυτών αναγκών δεν εξηγείται από το PSI, όπως κάποιοι ισχυρίζονται, αλλά από το δανειακό χαρτοφυλάκιο.
Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια έγιναν αλλεπάλληλες ενέσεις κεφαλαίων στην ΑΤΕ, που σωρευτικά ανέρχονται σε 4 δις ευρώ. Σε σημερινές μάλιστα τιμές ξεπερνούν τα 5 δις ευρώ. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, οι αδύναμες επιδόσεις της τράπεζας δημιούργησαν σωρευτικές ζημιές 4,9 δις ευρώ. Δηλαδή ο Έλληνας φορολογούμενος όχι μόνον είχε αρνητική απόδοση για τα χρήματα που έβαλε, αλλά επιπλέον θα εκαλείτο να βάλει και άλλα 5 δις ευρώ για να καλύψει την μαύρη τρύπα της περιόδου αυτής και να συνεχίσει η τράπεζα τη λειτουργία της. Ανεβάζοντας, έτσι, το συνολικό κόστος για τον Έλληνα φορολογούμενο στα 10 περίπου δις ευρώ.
Σήμερα, που η χώρα αναζητά μέσα από οδυνηρές θυσίες 11,5 δις ευρώ, αντιλαμβάνεται κανείς τη σημασία του μεγέθους μιας τόσο παραπλήσια μεγάλης ζημιάς της Αγροτικής.
Μιας τράπεζας που έχει άλλωστε παύσει να είναι «αγροτική», αφού μόνο το 13% των χορηγήσεων κατευθύνονται στους αγρότες και τους Συνεταιρισμούς.
Θα ήθελα εδώ να προσθέσω ότι ακόμη και αν αγνοήσουμε τη χρήση του 2011, που εκτάκτως επιβαρύνθηκε λόγω PSI, τα σωρευτικά κέρδη της ΑΤΕ στην περίοδο 1997-2010, μόλις φθάνουν τα 190 εκατ. ευρώ. Δηλαδή, σε ολόκληρη τη «χρυσή περίοδο», η τράπεζα, παρά τις ισχυρές κεφαλαιακές ενέσεις των 4 δις ευρώ, είχε οριακά θετικό αποτέλεσμα, ουσιαστικά μηδενικό.
Στην ίδια περίοδο, η Εθνική Τράπεζα κατάφερε να έχει κέρδη 5,3 δις ευρώ, η Alpha Bank 4 δις ευρώ, η Eurobank 3,5 δις ευρώ και η Πειραιώς 1,7 δις ευρώ. Γεγονός που υποδηλώνει και την μεγάλη διαφορά κερδοφορίας μεταξύ των τεσσάρων και της ΑΤΕ.
Μετά από όλα αυτά θα μπορούσε άραγε η ΑΤΕ να θεωρηθεί ως «πηγή ευημερίας του ελληνικού λαού»;”
Πηγή:www.capital.gr
πλαίσιο ομιλίας του στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής για την Αγροτική Τράπεζα.
Μεταξύ άλλων, ο κ. Προβόπουλος υπογράμμισε: ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είχε αποφασίσει ότι μετά το τέλος Ιουλίου δεν θα μπορούσε να παρέχει ρευστότητα στην ΑΤΕ. Διότι η τράπεζα αυτή:
• ήταν σημαντικά υποκεφαλαιοποιημένη,
• δεν ήταν βιώσιμη και
• δεν υπήρχε προοπτική ο βασικός μέτοχος να την ανακεφαλαιοποιήσει.
Επιπλέον, τόνισε πως αν δεν εφαρμόζονταν επομένως τα μέτρα εξυγίανσης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα διέκοπτε την παροχή ρευστότητας, ύψους 6,3 δις ευρώ.
Αν όμως διακοπτόταν η παροχή ρευστότητας, η Αγροτική θα έκλεινε αμέσως, τόνισε ο κ. Προβόπουλος και συμπλήρωσε: “Και θα είχαμε πάνω από 5000 ακόμη ανέργους, ενώ θα έπρεπε να ανευρεθούν 14 δις ευρώ για την αποζημίωση των καταθετών και άλλα 6,3 δις ευρώ για την επιστροφή της ρευστότητας στο Ευρωσύστημα, συνολικά πάνω από 20 δις ευρώ”.
Ποιες ήταν οι εναλλακτικές επιλογές;
Η Αγροτική Τράπεζα δεν ήταν βιώσιμη. Αυτό είναι σαφές, αφού:
• Εμφάνιζε χρόνια δομικά προβλήματα.
• Παρουσίαζε χαμηλή παραγωγικότητα και ελλείψεις στην οργανωτική και τη λειτουργική της διάρθρωση.
• Εμφάνιζε ένα κακής ποιότητας ενεργητικό λόγω του κρατικού εναγκαλισμού και αδυναμιών στο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων. Αυτά κατέληγαν συχνά σε μια δανειοδοτική πολιτική που παρέβλεπε τα τραπεζικά κριτήρια.
• Και κυρίως, παρά τις συνεχείς ενέσεις κεφαλαίων από το Δημόσιο, η Αγροτική Τράπεζα αντιμετώπιζε κεφαλαιακή ανεπάρκεια.
Ποιες ήταν όμως οι εναλλακτικές επιλογές; Όπως τόνισε ο κ. Προβόπουλος, η Αγροτική Τράπεζα δεν ήταν βιώσιμη. Αυτό είναι σαφές, αφού:
• Εμφάνιζε χρόνια δομικά προβλήματα.
• Παρουσίαζε χαμηλή παραγωγικότητα και ελλείψεις στην οργανωτική και τη λειτουργική της διάρθρωση.
• Εμφάνιζε ένα κακής ποιότητας ενεργητικό λόγω του κρατικού εναγκαλισμού και αδυναμιών στο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων. Αυτά κατέληγαν συχνά σε μια δανειοδοτική πολιτική που παρέβλεπε τα τραπεζικά κριτήρια.
• Και κυρίως, παρά τις συνεχείς ενέσεις κεφαλαίων από το Δημόσιο, η Αγροτική Τράπεζα αντιμετώπιζε κεφαλαιακή ανεπάρκεια.
Και συνέχισε λέγοντας: “Απόδειξη των μεγάλων αδυναμιών της ήταν ότι κατετάγη στην τελευταία θέση της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, που διεξήγαγε η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή το 2011. Τελευταία πανευρωπαϊκά επί συνόλου 91 μεγάλων τραπεζών!
Εξαιτίας μάλιστα όλων αυτών των αδυναμιών και των χρονίως αδύνατων επιδόσεων, ορισμένοι εκπρόσωποι της Τρόικα θεωρούσαν ότι η Αγροτική έπρεπε να κλείσει.
Η άποψη της Τράπεζας της Ελλάδος (αλλά και της κυβέρνησης) ήταν ότι μια τέτοια λύση θα έπρεπε πάση θυσία να αποφευχθεί, ιδιαίτερα για λόγους συστημικής σταθερότητας και κόστους.
Γι αυτό η ΤτΕ επέμεινε και έπεισε να αναζητηθεί μια προσφορότερη οδός. Για ένα διάστημα λοιπόν η ΑΤΕ αφέθηκε να εφαρμόσει το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης, που, ούτως ή άλλως, έπρεπε να ακολουθήσει βάσει των υποχρεώσεων που προέκυψαν από τη χρηματοδότηση μέσω των ρυθμίσεων του ν. 3723/2008.
Έκτοτε οι οικονομικές συνθήκες χειροτέρευσαν θεαματικά. Η μεγάλη αύξηση στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και η αρνητική επίπτωση από το PSI επιβάρυναν περαιτέρω τη θέση της τράπεζας. Στη διάρκεια του 2011, ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας υπολειπόταν του ελάχιστου ορίου του 8%. Μετά και το PSI, ο δείκτης είχε διαμορφωθεί στο -26%, στα τέλη του 2011, αφού τα ίδια κεφάλαια ήταν αρνητικά κατά 3 δις ευρώ.
Αν η ανακεφαλαιοποίηση της ΑΤΕ ήταν εφικτή, θα απαιτούνταν 5 δις ευρώ. Και σημειώστε ότι ένα μεγάλο μέρος των κεφαλαιακών αυτών αναγκών δεν εξηγείται από το PSI, όπως κάποιοι ισχυρίζονται, αλλά από το δανειακό χαρτοφυλάκιο.
Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια έγιναν αλλεπάλληλες ενέσεις κεφαλαίων στην ΑΤΕ, που σωρευτικά ανέρχονται σε 4 δις ευρώ. Σε σημερινές μάλιστα τιμές ξεπερνούν τα 5 δις ευρώ. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, οι αδύναμες επιδόσεις της τράπεζας δημιούργησαν σωρευτικές ζημιές 4,9 δις ευρώ. Δηλαδή ο Έλληνας φορολογούμενος όχι μόνον είχε αρνητική απόδοση για τα χρήματα που έβαλε, αλλά επιπλέον θα εκαλείτο να βάλει και άλλα 5 δις ευρώ για να καλύψει την μαύρη τρύπα της περιόδου αυτής και να συνεχίσει η τράπεζα τη λειτουργία της. Ανεβάζοντας, έτσι, το συνολικό κόστος για τον Έλληνα φορολογούμενο στα 10 περίπου δις ευρώ.
Σήμερα, που η χώρα αναζητά μέσα από οδυνηρές θυσίες 11,5 δις ευρώ, αντιλαμβάνεται κανείς τη σημασία του μεγέθους μιας τόσο παραπλήσια μεγάλης ζημιάς της Αγροτικής.
Μιας τράπεζας που έχει άλλωστε παύσει να είναι «αγροτική», αφού μόνο το 13% των χορηγήσεων κατευθύνονται στους αγρότες και τους Συνεταιρισμούς.
Θα ήθελα εδώ να προσθέσω ότι ακόμη και αν αγνοήσουμε τη χρήση του 2011, που εκτάκτως επιβαρύνθηκε λόγω PSI, τα σωρευτικά κέρδη της ΑΤΕ στην περίοδο 1997-2010, μόλις φθάνουν τα 190 εκατ. ευρώ. Δηλαδή, σε ολόκληρη τη «χρυσή περίοδο», η τράπεζα, παρά τις ισχυρές κεφαλαιακές ενέσεις των 4 δις ευρώ, είχε οριακά θετικό αποτέλεσμα, ουσιαστικά μηδενικό.
Στην ίδια περίοδο, η Εθνική Τράπεζα κατάφερε να έχει κέρδη 5,3 δις ευρώ, η Alpha Bank 4 δις ευρώ, η Eurobank 3,5 δις ευρώ και η Πειραιώς 1,7 δις ευρώ. Γεγονός που υποδηλώνει και την μεγάλη διαφορά κερδοφορίας μεταξύ των τεσσάρων και της ΑΤΕ.
Μετά από όλα αυτά θα μπορούσε άραγε η ΑΤΕ να θεωρηθεί ως «πηγή ευημερίας του ελληνικού λαού»;”
Πηγή:www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου