Tου Νίκου Χρυσολωρά. Στο πακέτο μέτρων υποτίθεται ότι σχεδόν συμφωνήσαμε, αλλά αυτό δεν είναι περίεργο. Ολες οι κυβερνήσεις της κρίσης, πάντοτε στο τέλος συμφωνούν με την τρόικα στα δημοσιονομικά. Εξανίστανται υποτίθεται με τις απαιτήσεις των δανειστών μας, αλλά στο τέλος αναδιπλώνονται σε αυτό που ξέρουν να κάνουν: οριζόντια μέτρα για όσους ήδη πληρώνουν
μεγαλύτερο βάρος από εκείνο που τους αναλογεί. Εκεί που δίνεται η μεγάλη μάχη στις διαπραγματεύσεις είναι στο διαρθρωτικό σκέλος του Μνημονίου. Και στη μάχη αυτή, η τρόικα πάντα χάνει. Οι εκπρόσωποί της βάζουν αστερίσκους, καταθέτουν ενστάσεις, υψώνουν τη φωνή μέσα στις συνεδριάσεις του Eurogroup, διαμαρτύρονται στους πολιτικούς τους προϊσταμένους, αλλά η Εκθεση εκδίδεται και το πράσινο φως για την εκταμίευση μιας ακόμη δόσης δίνεται. Και έτσι, από καθυστερημένη δόση σε καθυστερημένη δόση, σέρνεται η ελληνική οικονομία, διαρκώς συρρικνούμενη.
Γνωρίζουν άλλωστε και οι δύο πλευρές ότι η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα αποτελούσε έσχατη, όχι βέλτιστη λύση. Οπότε, οι μεν κυβερνήσεις μας παίζουν κατενάτσιο, υποκρινόμενες ότι υπερασπίζονται τα δίκαια όσων πλήττονται από την κρίση (ενώ στην ουσία προστατεύουν κατεστημένα συμφέροντα) και η τρόικα υποκρίνεται ότι επιβλέπει τη μεταρρύθμιση και τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους. Αμφότεροι ευελπιστούν ότι έτσι θα κερδίσουν χρόνο. Η αλήθεια είναι όμως ότι χάνουν χρόνο και η κλεψύδρα μέχρι την κοινωνική έκρηξη έχει σχεδόν αδειάσει.
Ο αντίλογος είναι ότι χρειάζονται χρόνια για να αποδώσουν οι μεταρρυθμίσεις. Για παράδειγμα, η Γερμανία, ένα κράτος οργανωμένο και αποτελεσματικό, πέρασε μια δεκαετία λοιδωρούμενη από τους υπολοίπους Ευρωπαίους ως «μεγάλος ασθενής» της Ευρώπης, μέχρι να αλλάξει τις δομές της οικονομίας της. Και ο Μπαράκ Ομπάμα, πρόεδρος ενός επίσης οργανωμένου κράτους, πέρασε τη μισή του θητεία προσπαθώντας να επιτύχει τη μεταρρύθμιση του αμερικανικού συστήματος υγείας και ασφάλισης. Το επιχείρημα αυτό θα γινόταν αποδεκτό, αν οι προσπάθειες είχαν ήδη γίνει και σήμερα περιμέναμε τους καρπούς τους. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι για λόγους τους οποίους είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς, στην Ελλάδα προτιμάμε να φέρνουμε την οικονομία και την κοινωνία στα όρια της ασφυξίας, λόγω αβεβαιότητας και καθυστερημένων πληρωμών από τον μηχανισμό στήριξης, παρά να υπογράψουμε τη ρημάδα υπουργική απόφαση που θα καταργεί την υποχρεωτική παρουσία δικηγόρου στις συμβολαιογραφικές πράξεις, ή θα απελευθερώνει τα ωράρια των καταστημάτων.
Θα αναρωτηθεί κανείς, αρκούν «προαπαιτούμενα» μέτρα, όπως για παράδειγμα το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων για να βγει η Ελλάδα από τη δίνη της ύφεσης; Προφανώς όχι. Ωστόσο, με το να δίνουν οι κυβερνήσεις μας τον υπέρ πάντων αγώνα ώστε να μην περάσουν τα λεγόμενα «διαρθρωτικά», πρώτον προσφέρουν πάτημα σε όσους υποστηρίζουν ότι το Πρόγραμμα δεν βγαίνει με δική μας υπαιτιότητα, δεύτερον δεν δοκιμάζουν, έστω από περιέργεια, τη συνταγή όσων υποστηρίζουν ότι οι μεταρρυθμίσεις βοηθούν την οικονομία να ανακάμψει πιο γρήγορα και τρίτον, δεν υλοποιούν δράσεις που θα βελτίωναν την καθημερινότητα των πολιτών, όπως η μείωση της γραφειοκρατίας. Εν ολίγοις, ακόμη δεν έχουμε συμβιβαστεί με το δεδομένο ότι η Ελλάδα δεν θα έχει ποτέ ξανά στη διάθεσή της φθηνά δανεικά και επομένως θα πρέπει να βρει ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης από εκείνο που χρεοκόπησε. Το «να ρίξει λεφτά το κράτος στην αγορά» μας τελείωσε για πάντα. Για να χτίσουμε αυτό το νέο μοντέλο, χρειάζεται, πρώτον, ένα πρόγραμμα στοχευμένων επενδύσεων από την Ευρώπη στη χώρα μας, το οποίο αν και θα στοίχιζε λιγότερο από την επιμήκυνση, δυστυχώς κανείς δεν το συζητά. Δεύτερον, απαιτείται ένα εξίσου φιλόδοξο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, πολύ βαθύτερων και ευρύτερων, από αυτές που προβλέπει το Πρόγραμμα Προσαρμογής. Οσα καταγράφονται στο Μνημόνιο δεν είναι το έσχατο όριο των αλλαγών που θα αναγκαστούμε να κάνουμε αν επιλέξουμε να παραμείνουμε στην Ενωμένη Ευρώπη, αλλά το σημείο αφετηρίας, από το οποίο δεν έχουμε καν ξεκολλήσει ακόμη.
kathimerini
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου