Παραμονές Χριστουγέννων 2013, ο Υπουργός ΠΕΚΑ Ι. Μανιάτης, προωθώντας
ένα ιδιότυπο “Σχέδιο Άνεμος“, υπέγραψε Περιβαλλοντικούς όρους για 9
αιολικά πάρκα ισχύος 218,5 MW στις Κυκλάδες (Άνδρο, Νάξο, Πάρο και
Τήνο). Συνολικά θα τοποθετηθούν 95 ανεµογεννήτριες τύπου Enercon
E-70/2,3MW. Δεν βρήκαμε στην απόφαση το ύψος του πύργου πάνω στον οποίο
θα τοποθετηθούν, ενδεχομένως να αναφέρεται στη Μελέτη Περιβαλλοντικών
Επιπτώσεων. Το ύψος του πύργου έχει σημασία, τόσο για το συνολικό
μέγεθος όσο και για τη στάθμη θορύβου. Πάντως ο ...
συγκεκριμένος τύπος ανεμογεννήτριας, που έχει διάμετρο φτερωτής 71 μέτρα, μπορεί να τοποθετηθεί σε πύργους ύψους από 57 έως 113 μέτρα. Η στάθμη θορύβου, (στα 10 μέτρα από το έδαφος, για ταχύτητα περιστροφής 6-21,5rpm και για ταχύτητες ανέμου από 4 έως 10 m/s), μεταβάλλεται από 90,7 έως 104,5db(A).
Για τις ανάγκες των αιολικών πάρκων –λέει η απόφαση- θα κατασκευαστούν, πέρα απ’ τα υποθαλάσσια τμήματα, 117 χιλιόμετρα υπόγειο δίκτυο υψηλής τάσης 150KV και 190 χιλιόμετρα υπόγειο δίκτυο μέσης τάσης 30KV. Θα κατασκευαστούν επίσης πέντε Υποσταθµοί Ανύψωσης Τάσης 30/150kV και δύο Υποσταθµοί Ζεύξης σε Τήνο και Σύρο.
Το 1992 η ΔΕΗ είχε ξεκινήσει το έργο σύνδεσης των Κυκλάδων με το Εθνικό Σύστημα Ηλεκτροδότησης με … υποθαλάσσιες και εναέριες γραμμές υψηλής τάσης, που θα στηρίζονταν σε πυλώνες και ιστούς και με κατά τόπους νέους υποσταθμούς. Οι γραμμές θα ξεκινούσαν από το Αλιβέρι Ευβοίας, και περνώντας από την Κάρυστο θα συνέδεαν Άνδρο, Τήνο κι από εκεί Σύρο και Μύκονο. Σε δεύτερη φάση θα συνέχιζαν προς Πάρο, Νάξο, Σίφνο.
Παράλληλα ωστόσο ξεκίνησαν οι αντιδράσεις από τις τοπικές κοινωνίες, που θεωρούσαν ότι το έργο θα προκαλέσει επιβάρυνση στο περιβάλλον και την υγεία τους. Ενδεικτικά, στην Τήνο έλεγαν τότε:“Από την οικονομική και αναπτυξιακή άποψη είναι καταφανές ότι η επίπτωση στην οικονομική και τουριστική ανάπτυξη της Κοινότητάς μας και του νησιού μας γενικότερα θα είναι μεγάλη αφού θα υποβαθμίσει ουσιαστικά την αισθητική του τοπίου με την τοποθέτηση των 54 και πλέον πυλώνων, όπως επίσης και ο γεωργικός τομέας θα υποστεί την μείωση της γεωργικής γης μέσα από την σύσταση δουλείας των ιδιοκτησιών.
Το χαρακτηριστικό Τηνιακό τοπίο με τις ξερολιθιές, τις σκάλες, τις λαγκαδιές, τους περιστεριώνες, τα αναρίθμητα γραφικά εξωκκλήσια, την αρμονία των φυσικών γραμμών, προϊόντα όλα της ακούραστης εργασίας των προγόνων μας, μέσα από το πέρασμα των αιώνων που αποτελούν μεταξύ άλλων και την πολιτιστική και αρχιτεκτονική μας κληρονομιά θα υποστούν ανεπανόρθωτη καταστροφή από την εμφύτευση των γιγάντιων αυτών μεταλλικών τυποποιημένων στοιχείων, με τις ανάλογες επιπτώσεις στο τουριστικό και όχι μόνο ρεύμα που τελευταία γνωρίζει το νησί μας.”
Υφυπουργός Περιβάλλοντος ήταν τότε η βουλευτίνα Κυκλάδων Ελισάβετ Παπαζώη, οπότε το 1994 διακόπηκαν οι εργασίες και δόθηκε εντολή στη ΔΕΗ να ετοιμάσει μελέτη για εναλλακτικούς τρόπους ηλεκτροδότησης.
Η νέα Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων που υπέβαλε η ΔΕΗ είχε ως αποτέλεσμα αρνητικές γνωμοδοτήσεις της τοπικής αυτοδιοίκησης, με παράλληλες προσφυγές από πολίτες στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Το Ε΄ Τμήμα του ΣτΕ (Πρόεδρος του Ε` Τμήματος ο Μ. Δεκλερής, Αντιπρόεδρος ΣΤΕ, Σύμβουλοι οι Ι.Μαρή, Σ. Ρίζος, Πάρεδροι οι Μ. Καραμανώφ, Δ. Αλεξανδρής), εξέδωσε τελικά την -ιστορική για τη νομολογία του περιβάλλοντος- απόφαση 2805/97.
Στο σκεπτικό της απόφασης, (βλ. επιλεγμένα αποσπάσματα), μνημονεύεται “ο θεμελιώδης κανών της βιωσίμου αναπτύξεως“, “σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 106 του Συντάγματος και τα άρθρα 2 και 130Ρ της Συνθήκης του Maastriht κυρωθείσης διά του Ν.2077/1992, ερμηνευομένων υπό το φως των διατάξεων της Agenda `21″: “Ο ανωτέρω θεμελιώδης κανών ισχύει και διά τα πάσης φύσεως τεχνικά έργα, εκτελούμενα υπό του κράτους ή του δημοσίου εν γένει τομέως, εις τρόπον ώστε να είναι επιτρεπτά όχι απλώς τα τεχνικώς εφικτά, ενδεχομένως δε και οικονομικώς συμφέροντα έργα, αλλά μόνον τα εξ αυτών βιώσιμα, ήτοι μόνον εκείνα που είναι φιλικά προς το περιβάλλον εν τη εννοία ότι δύνανται να συνυπάρξουν με αυτό χωρίς να το βλάπτουν βραχυπροθέσμως ή μακροπροθέσμως“.
Και συνεχίζει η απόφαση: “Οίκοθεν δε νοείται ότι η εκτίμησις της βιωσιμότητος τεχνικών έργων που εντάσσονται εις μείζονα προγράμματα, ως είναι ιδίως τα ενεργειακά, δέον να γίνεται με μακροπρόθεσμον προοπτικήν και συνολικήν πρόγνωσιν και αξιολόγησιν των επιδιώξεών των εις το περιβάλλον, όχι δε με στενά οικονομικά ή τεχνικά κριτήρια. Πάντως, όμως, προέχουσαν σημασίαν εις την τοιαύτην μακροπρόθεσμην και συνολικήν εκτίμησιν της βιωσιμότητος τεχνικού έργου έχει η φύσις του οικοσυστήματος εις το οποίο σχεδιάζεται η εκτέλεσις του έργου και δη αν τούτο είναι ή μη ευπαθές, αν δηλαδή αποσταθεροποιείται ευκόλως. Διότι, κατά τα παγίως κριθέντα, εις τα ευπαθή οικοσυστήματα ισχύει ο απαράβατος κανών της υποχρεωτικώς ηπίας διαχειρίσεως αυτών, ήτις είναι η μόνη συμβατή προς την ευαίσθητον φύσιν των και τον εύθραυστον χαρακτήρα των ισορροπιών των (βλ. ΣτΕ …). Κατά συνέπειαν, εις τα ευπαθή οικοσυστήματα μόνον ήπια τεχνικά έργα και παρεμβάσεις δύνανται να χαρακτηρισθούν ως βιώσιμα και επιτρεπτά, τούτο δε ισχύει και διά τα ενεργειακά έργα.
Επειδή εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι κρίσιμον σημασίαν διά την βιωσιμότητα των μικρών νήσων ως απομονωμένων ευπαθών οικοσυστημάτων έχει ο σεβασμός των ορίων της φερούσης ικανότητος αυτών. Τα όρια ταύτα είναι τα τοπικά και αντικειμενικά, υπό την έννοιαν ότι δεν εκτείνονται ούτε εξαρτώνται από υποκειμενικάς εκτιμήσεις και ούτε εξουδετερούνται με τεχνικά έργα, αλλ` η αγνόησις ή υπέρβασις αυτών συνεπάγεται, βραχυπροθέσμως ή μακροπροθέσμως, την αποσταθεροποίησιν και αποδιοργάνωσιν του οικοσυστήματος. Εις τα αντικειμενικά όρια της φερούσης ικανότητος των μικρών νήσων ανήκουν ιδίως αι οικείαι πηγαί ενεργείας, αι οποίαι πρέπει να παραμένουν κατά βάσιν τοπικαί και φιλικαί προς το περιβάλλον. Τοιουτοτρόπως το ενεργειακόν σύστημα της μικράς νήσου καθίσταται ο ασφαλής οδηγός διά τον καθορισμόν της φύσεως και του επιτρεπτού βαθμού της βιωσίμου αναπτύξεως αυτής. Αι μικραί νήσοι ανέχονται μόνον ήπιον ενεργειακόν σύστημα και μόνον τούτο διασφαλίζει την βιωσιμότητά των. Το ήπιον δε ενεργειακόν σύστημα είναι πάντοτε τοπικόν, χαμηλής έως μεσαίας τάσεως και τεχνολογίας φιλικής προς το περιβάλλον. Μάλιστα, διά τον λόγον αυτόν, αι μικραί νήσοι είναι το κατ` εξοχήν προσφερόμενον πεδίον εφαρμογής μεθόδου παραγωγής ενεργείας εξ ανανεωσίμων πηγών του φυσικού περιβάλλοντος, ως είναι η ηλιακή, αιολική κ.λπ. ενέργεια, τα φωτοβολταϊκά συστήματα κ.λπ. αι οποίαι προάγονται ήδη συστηματικώς διά προγραμμάτων του Ο.Η.Ε. και της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (βλ. Διακήρυξιν Μαδρίτης 1994, Συμφωνία Αθηνών 1995, Πρόγραμμα ALTENER κ.λπ.). Εντεύθεν έπεται ότι το ήπιον και βιώσιμον ενεργειακόν σύστημα μικράς νήσου δεν προσδιορίζεται απλώς και μόνον επί τη βάσει της προβλεπομένης ζητήσεως ενεργείας και των τεχνικών δυνατοτήτων, αλλ` αντιστρόφως, πρέπει να συνιστά το απαραίτητον όριον της ζητήσεως, η οποία δέον να προσαρμόζεται προς τας δυνατότητας του τοπικού δικτύου με συμπληρωματικάς μεθόδους και πρακτικάς διατηρήσεως και εξοικονομήσεως ενεργείας . . . Υπό την έννοιαν αυτήν ήπιον και βιώσιμον ηλεκτρικόν δίκτυον μικράς νήσου δεν δύναται ποτέ να είναι μείζον δίκτυον υψηλής τάσεως. Διότι τούτο, βιάζον την μικράν νήσον εις τάξιν απλής προεκτάσεως της ξηράς, αποτελεί, καθ` εαυτό, υποδομήν αγρίας αναπτύξεως καταστρατηγούσαν τα όρια της φερούσης ικανότητος του αντιστοίχου οικοσυστήματος και συνεπαγομένην τελικώς την αποδιάρθρωσιν του νησιωτικού “μικροκόσμου”. Τοιουτοτρόπως, μείζον ηλεκτρικόν δίκτυον υψηλής τάσεως αποτελεί, προκειμένου περί μικράς νήσου, μη περιβαλλοντικώς υγιά τεχνολογίαν, διότι αντιστρατεύεται και βλάπτει την βιωσιμότητα της νήσου, ως ιδιαιτέρου και αυτοτελούς οικοσυστήματος.
Επειδή πέραν των ανωτέρω γενικώς ισχυόντων διά πάσαν μικράν νήσον, η προστασία των μικρών νήσων των Κυκλάδων εις ας αφορά η προσβαλλομένη απόφασις επιβάλλεται και διότι αύται ανήκουν εις το πολιτιστικόν κεφάλαιον του τόπου. Μικραί νήσοι ως η Άνδρος, Τήνος, Μύκονος και Σύρος, δεν είναι μόνον ευπαθή οικοσυστήματα, αλλά και σεβάσμιας εστίας εθνικού πολιτισμού χιλιετηρίδων με μοναδικάς ιδιαιτερότητας που πρέπει να διαφυλαχθούν. Η βιώσιμος ανάπτυξίς των είναι επιτρεπτή μόνον ως λεπτή ισόρροπος και ολοκληρωμένη διαδικασία διατηρήσεως των ιδιαιτέρων αυτών πολιτιστικών χαρακτηριστικών των. Η ένταξίς των εις μείζον ηλεκτρικόν δίκτυον υψηλής τάσεως ενθαρρύνουσα, κατά τα προεκτεθέντα, την ασύδοτον ισοπεδωτικήν μεγέθυνσιν, εις την οποίαν έχουν ήδη εκτεθή, κυρίως υπό την πίεσιν αγρίου τουρισμού και αλογίστου οικιστικής εξαπλώσεως, είναι άμεσος απειλή αλλοιώσεως των πολιτιστικών αυτών χαρακτηριστικών και του παραδοσιακού κυκλαδικού περιβάλλοντος. Πέραν του μείζονος τούτου ζητήματος, καθ` εαυτήν η εγκατάστασις του ηλεκτρικού δικτύου υψηλής τάσεως διά της κατασκευής πυλώνων, συνιστά και βάναυσον προσβολήν του κυκλαδικού τοπίου που διακρίνεται διά την λιτήν συμμετρίαν του και την υψηλήν αισθητικήν του αξίαν, αλληλένδετον με τα ιδιαίτερα πολιτιστικά στοιχεία των Κυκλάδων και εξ` ίσου προστατευτέαν δυνάμει του άρθρου 24 του Συντάγματος.”
Αυτά λοιπόν έλεγε το ΣτΕ το 1997 και προκύπτουν βεβαίως τα ερωτήματα:
Όταν το ΥΠΕΚΑ ενέκρινε Περιβαλλοντικούς Όρους για τα αιολικά πάρκα, έλαβε υπόψη του την πιο πάνω απόφαση του ΣτΕ; Θεωρεί η διοίκηση ότι ακολούθησε τη νομολογία; Οι εναέριοι αγωγοί ήταν που ενοχλούσαν τελικά και κάνοντας τα δίκτυα υπόγεια είναι όλα εντάξει περιβαλλοντικά;
Όταν το ΣτΕ μιλούσε για “αιολική ενέργεια φιλική προς το περιβάλλον”, είχε μάλλον υπόψη του τις μικρές ανεμογεννήτριες εκείνης της εποχής. Ωστόσο από τότε οι ανεμογεννήτριες έχουν μεγαλώσει λιγουλάκι, όπως βλέπουμε και στο σχήμα, και μια τυπική ανεμογεννήτρια των 2,5MW έχει συνολικό ύψος τουλάχιστον 120 μέτρα! Να μη μιλήσουμε για τις θηριώδεις ανεμογεννήτριες των 7MW, που προορίζονται για υπεράκτια τοποθέτηση. Αν το 1997 το ΣτΕ θεωρούσε ότι οι πυλώνες υψηλής τάσης, με ύψος περί τα 30 μέτρα, ενοχλούσαν τη φέρουσα ικανότητα του περιβάλλοντος και του οικοσυστήματος των μικρών νήσων, αναμένουμε με μεγάλο ενδιαφέρον τι θα πει για τις τωρινές θηριώδεις ανεμογεννήτριες, που είναι τρεις με τέσσερις φορές ψηλότερες.
Όταν το ΣτΕ μιλούσε για “ήπιο ενεργειακό σύστημα, τοπικό, χαμηλής έως μεσαίας τάσης”, εννοούσε βιομηχανικές ΑΠΕ υψηλής τάσης;
Η ένταξη των νησιών στο μείζον ηλεκτρικό δίκτυο υψηλής τάσης των αιολικών δεν θα ενθαρρύνει “την ασύδοτον ισοπεδωτικήν μεγέθυνσιν, εις την οποίαν έχουν ήδη εκτεθή, κυρίως υπό την πίεσιν αγρίου τουρισμού και αλογίστου οικιστικής εξαπλώσεως”; Δεν είναι “άμεσος απειλή αλλοιώσεως των πολιτιστικών αυτών χαρακτηριστικών και του παραδοσιακού κυκλαδικού περιβάλλοντος”;
Εκτός κι τελικά αποδειχθεί ότι, στη χρεοκοπημένη Ελλάδα, έχει ιδιαίτερη σημασία ότι οι ανεμογεννήτριες είναι γερμανικές: ακριβώς όπως και τα υποβρύχια που γέρνουν.
Τα λινκς τεκμηρίωσης βρίσκονται στο http://greeklignite.blogspot.gr/2014/02/30-1997-120.html και στο Facebook, Greeklignite
συγκεκριμένος τύπος ανεμογεννήτριας, που έχει διάμετρο φτερωτής 71 μέτρα, μπορεί να τοποθετηθεί σε πύργους ύψους από 57 έως 113 μέτρα. Η στάθμη θορύβου, (στα 10 μέτρα από το έδαφος, για ταχύτητα περιστροφής 6-21,5rpm και για ταχύτητες ανέμου από 4 έως 10 m/s), μεταβάλλεται από 90,7 έως 104,5db(A).
Για τις ανάγκες των αιολικών πάρκων –λέει η απόφαση- θα κατασκευαστούν, πέρα απ’ τα υποθαλάσσια τμήματα, 117 χιλιόμετρα υπόγειο δίκτυο υψηλής τάσης 150KV και 190 χιλιόμετρα υπόγειο δίκτυο μέσης τάσης 30KV. Θα κατασκευαστούν επίσης πέντε Υποσταθµοί Ανύψωσης Τάσης 30/150kV και δύο Υποσταθµοί Ζεύξης σε Τήνο και Σύρο.
Το 1992 η ΔΕΗ είχε ξεκινήσει το έργο σύνδεσης των Κυκλάδων με το Εθνικό Σύστημα Ηλεκτροδότησης με … υποθαλάσσιες και εναέριες γραμμές υψηλής τάσης, που θα στηρίζονταν σε πυλώνες και ιστούς και με κατά τόπους νέους υποσταθμούς. Οι γραμμές θα ξεκινούσαν από το Αλιβέρι Ευβοίας, και περνώντας από την Κάρυστο θα συνέδεαν Άνδρο, Τήνο κι από εκεί Σύρο και Μύκονο. Σε δεύτερη φάση θα συνέχιζαν προς Πάρο, Νάξο, Σίφνο.
Παράλληλα ωστόσο ξεκίνησαν οι αντιδράσεις από τις τοπικές κοινωνίες, που θεωρούσαν ότι το έργο θα προκαλέσει επιβάρυνση στο περιβάλλον και την υγεία τους. Ενδεικτικά, στην Τήνο έλεγαν τότε:“Από την οικονομική και αναπτυξιακή άποψη είναι καταφανές ότι η επίπτωση στην οικονομική και τουριστική ανάπτυξη της Κοινότητάς μας και του νησιού μας γενικότερα θα είναι μεγάλη αφού θα υποβαθμίσει ουσιαστικά την αισθητική του τοπίου με την τοποθέτηση των 54 και πλέον πυλώνων, όπως επίσης και ο γεωργικός τομέας θα υποστεί την μείωση της γεωργικής γης μέσα από την σύσταση δουλείας των ιδιοκτησιών.
Το χαρακτηριστικό Τηνιακό τοπίο με τις ξερολιθιές, τις σκάλες, τις λαγκαδιές, τους περιστεριώνες, τα αναρίθμητα γραφικά εξωκκλήσια, την αρμονία των φυσικών γραμμών, προϊόντα όλα της ακούραστης εργασίας των προγόνων μας, μέσα από το πέρασμα των αιώνων που αποτελούν μεταξύ άλλων και την πολιτιστική και αρχιτεκτονική μας κληρονομιά θα υποστούν ανεπανόρθωτη καταστροφή από την εμφύτευση των γιγάντιων αυτών μεταλλικών τυποποιημένων στοιχείων, με τις ανάλογες επιπτώσεις στο τουριστικό και όχι μόνο ρεύμα που τελευταία γνωρίζει το νησί μας.”
Υφυπουργός Περιβάλλοντος ήταν τότε η βουλευτίνα Κυκλάδων Ελισάβετ Παπαζώη, οπότε το 1994 διακόπηκαν οι εργασίες και δόθηκε εντολή στη ΔΕΗ να ετοιμάσει μελέτη για εναλλακτικούς τρόπους ηλεκτροδότησης.
Η νέα Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων που υπέβαλε η ΔΕΗ είχε ως αποτέλεσμα αρνητικές γνωμοδοτήσεις της τοπικής αυτοδιοίκησης, με παράλληλες προσφυγές από πολίτες στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Το Ε΄ Τμήμα του ΣτΕ (Πρόεδρος του Ε` Τμήματος ο Μ. Δεκλερής, Αντιπρόεδρος ΣΤΕ, Σύμβουλοι οι Ι.Μαρή, Σ. Ρίζος, Πάρεδροι οι Μ. Καραμανώφ, Δ. Αλεξανδρής), εξέδωσε τελικά την -ιστορική για τη νομολογία του περιβάλλοντος- απόφαση 2805/97.
Στο σκεπτικό της απόφασης, (βλ. επιλεγμένα αποσπάσματα), μνημονεύεται “ο θεμελιώδης κανών της βιωσίμου αναπτύξεως“, “σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 106 του Συντάγματος και τα άρθρα 2 και 130Ρ της Συνθήκης του Maastriht κυρωθείσης διά του Ν.2077/1992, ερμηνευομένων υπό το φως των διατάξεων της Agenda `21″: “Ο ανωτέρω θεμελιώδης κανών ισχύει και διά τα πάσης φύσεως τεχνικά έργα, εκτελούμενα υπό του κράτους ή του δημοσίου εν γένει τομέως, εις τρόπον ώστε να είναι επιτρεπτά όχι απλώς τα τεχνικώς εφικτά, ενδεχομένως δε και οικονομικώς συμφέροντα έργα, αλλά μόνον τα εξ αυτών βιώσιμα, ήτοι μόνον εκείνα που είναι φιλικά προς το περιβάλλον εν τη εννοία ότι δύνανται να συνυπάρξουν με αυτό χωρίς να το βλάπτουν βραχυπροθέσμως ή μακροπροθέσμως“.
Και συνεχίζει η απόφαση: “Οίκοθεν δε νοείται ότι η εκτίμησις της βιωσιμότητος τεχνικών έργων που εντάσσονται εις μείζονα προγράμματα, ως είναι ιδίως τα ενεργειακά, δέον να γίνεται με μακροπρόθεσμον προοπτικήν και συνολικήν πρόγνωσιν και αξιολόγησιν των επιδιώξεών των εις το περιβάλλον, όχι δε με στενά οικονομικά ή τεχνικά κριτήρια. Πάντως, όμως, προέχουσαν σημασίαν εις την τοιαύτην μακροπρόθεσμην και συνολικήν εκτίμησιν της βιωσιμότητος τεχνικού έργου έχει η φύσις του οικοσυστήματος εις το οποίο σχεδιάζεται η εκτέλεσις του έργου και δη αν τούτο είναι ή μη ευπαθές, αν δηλαδή αποσταθεροποιείται ευκόλως. Διότι, κατά τα παγίως κριθέντα, εις τα ευπαθή οικοσυστήματα ισχύει ο απαράβατος κανών της υποχρεωτικώς ηπίας διαχειρίσεως αυτών, ήτις είναι η μόνη συμβατή προς την ευαίσθητον φύσιν των και τον εύθραυστον χαρακτήρα των ισορροπιών των (βλ. ΣτΕ …). Κατά συνέπειαν, εις τα ευπαθή οικοσυστήματα μόνον ήπια τεχνικά έργα και παρεμβάσεις δύνανται να χαρακτηρισθούν ως βιώσιμα και επιτρεπτά, τούτο δε ισχύει και διά τα ενεργειακά έργα.
Επειδή εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι κρίσιμον σημασίαν διά την βιωσιμότητα των μικρών νήσων ως απομονωμένων ευπαθών οικοσυστημάτων έχει ο σεβασμός των ορίων της φερούσης ικανότητος αυτών. Τα όρια ταύτα είναι τα τοπικά και αντικειμενικά, υπό την έννοιαν ότι δεν εκτείνονται ούτε εξαρτώνται από υποκειμενικάς εκτιμήσεις και ούτε εξουδετερούνται με τεχνικά έργα, αλλ` η αγνόησις ή υπέρβασις αυτών συνεπάγεται, βραχυπροθέσμως ή μακροπροθέσμως, την αποσταθεροποίησιν και αποδιοργάνωσιν του οικοσυστήματος. Εις τα αντικειμενικά όρια της φερούσης ικανότητος των μικρών νήσων ανήκουν ιδίως αι οικείαι πηγαί ενεργείας, αι οποίαι πρέπει να παραμένουν κατά βάσιν τοπικαί και φιλικαί προς το περιβάλλον. Τοιουτοτρόπως το ενεργειακόν σύστημα της μικράς νήσου καθίσταται ο ασφαλής οδηγός διά τον καθορισμόν της φύσεως και του επιτρεπτού βαθμού της βιωσίμου αναπτύξεως αυτής. Αι μικραί νήσοι ανέχονται μόνον ήπιον ενεργειακόν σύστημα και μόνον τούτο διασφαλίζει την βιωσιμότητά των. Το ήπιον δε ενεργειακόν σύστημα είναι πάντοτε τοπικόν, χαμηλής έως μεσαίας τάσεως και τεχνολογίας φιλικής προς το περιβάλλον. Μάλιστα, διά τον λόγον αυτόν, αι μικραί νήσοι είναι το κατ` εξοχήν προσφερόμενον πεδίον εφαρμογής μεθόδου παραγωγής ενεργείας εξ ανανεωσίμων πηγών του φυσικού περιβάλλοντος, ως είναι η ηλιακή, αιολική κ.λπ. ενέργεια, τα φωτοβολταϊκά συστήματα κ.λπ. αι οποίαι προάγονται ήδη συστηματικώς διά προγραμμάτων του Ο.Η.Ε. και της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (βλ. Διακήρυξιν Μαδρίτης 1994, Συμφωνία Αθηνών 1995, Πρόγραμμα ALTENER κ.λπ.). Εντεύθεν έπεται ότι το ήπιον και βιώσιμον ενεργειακόν σύστημα μικράς νήσου δεν προσδιορίζεται απλώς και μόνον επί τη βάσει της προβλεπομένης ζητήσεως ενεργείας και των τεχνικών δυνατοτήτων, αλλ` αντιστρόφως, πρέπει να συνιστά το απαραίτητον όριον της ζητήσεως, η οποία δέον να προσαρμόζεται προς τας δυνατότητας του τοπικού δικτύου με συμπληρωματικάς μεθόδους και πρακτικάς διατηρήσεως και εξοικονομήσεως ενεργείας . . . Υπό την έννοιαν αυτήν ήπιον και βιώσιμον ηλεκτρικόν δίκτυον μικράς νήσου δεν δύναται ποτέ να είναι μείζον δίκτυον υψηλής τάσεως. Διότι τούτο, βιάζον την μικράν νήσον εις τάξιν απλής προεκτάσεως της ξηράς, αποτελεί, καθ` εαυτό, υποδομήν αγρίας αναπτύξεως καταστρατηγούσαν τα όρια της φερούσης ικανότητος του αντιστοίχου οικοσυστήματος και συνεπαγομένην τελικώς την αποδιάρθρωσιν του νησιωτικού “μικροκόσμου”. Τοιουτοτρόπως, μείζον ηλεκτρικόν δίκτυον υψηλής τάσεως αποτελεί, προκειμένου περί μικράς νήσου, μη περιβαλλοντικώς υγιά τεχνολογίαν, διότι αντιστρατεύεται και βλάπτει την βιωσιμότητα της νήσου, ως ιδιαιτέρου και αυτοτελούς οικοσυστήματος.
Επειδή πέραν των ανωτέρω γενικώς ισχυόντων διά πάσαν μικράν νήσον, η προστασία των μικρών νήσων των Κυκλάδων εις ας αφορά η προσβαλλομένη απόφασις επιβάλλεται και διότι αύται ανήκουν εις το πολιτιστικόν κεφάλαιον του τόπου. Μικραί νήσοι ως η Άνδρος, Τήνος, Μύκονος και Σύρος, δεν είναι μόνον ευπαθή οικοσυστήματα, αλλά και σεβάσμιας εστίας εθνικού πολιτισμού χιλιετηρίδων με μοναδικάς ιδιαιτερότητας που πρέπει να διαφυλαχθούν. Η βιώσιμος ανάπτυξίς των είναι επιτρεπτή μόνον ως λεπτή ισόρροπος και ολοκληρωμένη διαδικασία διατηρήσεως των ιδιαιτέρων αυτών πολιτιστικών χαρακτηριστικών των. Η ένταξίς των εις μείζον ηλεκτρικόν δίκτυον υψηλής τάσεως ενθαρρύνουσα, κατά τα προεκτεθέντα, την ασύδοτον ισοπεδωτικήν μεγέθυνσιν, εις την οποίαν έχουν ήδη εκτεθή, κυρίως υπό την πίεσιν αγρίου τουρισμού και αλογίστου οικιστικής εξαπλώσεως, είναι άμεσος απειλή αλλοιώσεως των πολιτιστικών αυτών χαρακτηριστικών και του παραδοσιακού κυκλαδικού περιβάλλοντος. Πέραν του μείζονος τούτου ζητήματος, καθ` εαυτήν η εγκατάστασις του ηλεκτρικού δικτύου υψηλής τάσεως διά της κατασκευής πυλώνων, συνιστά και βάναυσον προσβολήν του κυκλαδικού τοπίου που διακρίνεται διά την λιτήν συμμετρίαν του και την υψηλήν αισθητικήν του αξίαν, αλληλένδετον με τα ιδιαίτερα πολιτιστικά στοιχεία των Κυκλάδων και εξ` ίσου προστατευτέαν δυνάμει του άρθρου 24 του Συντάγματος.”
Αυτά λοιπόν έλεγε το ΣτΕ το 1997 και προκύπτουν βεβαίως τα ερωτήματα:
Όταν το ΥΠΕΚΑ ενέκρινε Περιβαλλοντικούς Όρους για τα αιολικά πάρκα, έλαβε υπόψη του την πιο πάνω απόφαση του ΣτΕ; Θεωρεί η διοίκηση ότι ακολούθησε τη νομολογία; Οι εναέριοι αγωγοί ήταν που ενοχλούσαν τελικά και κάνοντας τα δίκτυα υπόγεια είναι όλα εντάξει περιβαλλοντικά;
Όταν το ΣτΕ μιλούσε για “αιολική ενέργεια φιλική προς το περιβάλλον”, είχε μάλλον υπόψη του τις μικρές ανεμογεννήτριες εκείνης της εποχής. Ωστόσο από τότε οι ανεμογεννήτριες έχουν μεγαλώσει λιγουλάκι, όπως βλέπουμε και στο σχήμα, και μια τυπική ανεμογεννήτρια των 2,5MW έχει συνολικό ύψος τουλάχιστον 120 μέτρα! Να μη μιλήσουμε για τις θηριώδεις ανεμογεννήτριες των 7MW, που προορίζονται για υπεράκτια τοποθέτηση. Αν το 1997 το ΣτΕ θεωρούσε ότι οι πυλώνες υψηλής τάσης, με ύψος περί τα 30 μέτρα, ενοχλούσαν τη φέρουσα ικανότητα του περιβάλλοντος και του οικοσυστήματος των μικρών νήσων, αναμένουμε με μεγάλο ενδιαφέρον τι θα πει για τις τωρινές θηριώδεις ανεμογεννήτριες, που είναι τρεις με τέσσερις φορές ψηλότερες.
Όταν το ΣτΕ μιλούσε για “ήπιο ενεργειακό σύστημα, τοπικό, χαμηλής έως μεσαίας τάσης”, εννοούσε βιομηχανικές ΑΠΕ υψηλής τάσης;
Η ένταξη των νησιών στο μείζον ηλεκτρικό δίκτυο υψηλής τάσης των αιολικών δεν θα ενθαρρύνει “την ασύδοτον ισοπεδωτικήν μεγέθυνσιν, εις την οποίαν έχουν ήδη εκτεθή, κυρίως υπό την πίεσιν αγρίου τουρισμού και αλογίστου οικιστικής εξαπλώσεως”; Δεν είναι “άμεσος απειλή αλλοιώσεως των πολιτιστικών αυτών χαρακτηριστικών και του παραδοσιακού κυκλαδικού περιβάλλοντος”;
Εκτός κι τελικά αποδειχθεί ότι, στη χρεοκοπημένη Ελλάδα, έχει ιδιαίτερη σημασία ότι οι ανεμογεννήτριες είναι γερμανικές: ακριβώς όπως και τα υποβρύχια που γέρνουν.
Τα λινκς τεκμηρίωσης βρίσκονται στο http://greeklignite.blogspot.gr/2014/02/30-1997-120.html και στο Facebook, Greeklignite
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου