02/07/2020
Στις 2 Ιουλίου 1989 σχηματίστηκε η κυβέρνηση συνεργασίας μεταξύ της Νέας Δημοκρατίας και του Συνασπισμού, γνωστή και ως «κυβέρνηση Τζαννετάκη».
Στις 2 Ιουλίου 1989 σχηματίστηκε η κυβέρνηση συνεργασίας μεταξύ της Νέας Δημοκρατίας και του Συνασπισμού, γνωστή και ως «κυβέρνηση Τζαννετάκη».
Την ίδια ημέρα δημοσιεύτηκε η απόφαση του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ,
του «ισχυρού εταίρου» του Συνασπισμού, με την οποία εκφράστηκε η στήριξη
του κόμματος στην κυβερνητική συνεργασία με την δεξιά.
Η απόφαση περιελάμβανε οκτώ σημεία, από τα οποία τα έξι ήταν απλώς ολομέτωπη επίθεση στον Ανδρέα Παπανδρέου και στο ΠΑΣΟΚ.
Το δεύτερο σημείο όμως ήταν η οριοθέτηση από την πλευρά του ΚΚΕ, των στόχων της συγκυβέρνησης με την δεξιά:
«Το ΚΚΕ εκφράζει τη συμφωνία του στη θέση του Συνασπισμού να στηρίξει κυβέρνηση ευρύτερης αποδοχής. Η κυβέρνηση αυτή, που είναι και πρέπει να μείνει ανοιχτή σ’ όλες τις πολιτικές δυνάμεις, είναι στις δοσμένες περιστάσεις η μόνη δυνατή λύση που μπορούσε να επιτευχθεί για να προωθήσει σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα τη διαδικασία της κάθαρσης, τη δημοκρατική λειτουργία των θεσμών, την περιστολή της κομματικοποίησης του κρατικού μηχανισμού, το άνοιγμα της ραδιοτηλεόρασης και να οδηγήσει, στη συνέχεια, τη χώρα σε αδιάβλητες εκλογές. Η πραγματοποίηση αυτών των στόχων είναι προϋπόθεση για ν’ απαλλαγεί η χώρα από το βραχνά των σκανδάλων, να διευκολυνθούν οι ομαλές εξελίξεις, να επικεντρωθεί η πολιτική αντιπαράθεση στα μεγάλα προβλήματα του λαού και να διαμορφωθούν ευνοϊκές συνθήκες για μια προοδευτική πορεία της χώρας».
Με αφορμή την σημερινή επέτειο των 31 χρόνων από εκείνη την ημέρα αλλά και την πρόσφατη συζήτηση που πυροδοτήθηκε από τις εντυπωσιακές ομοιότητες του εμφανίζονται στην συμπεριφορά της δεξιάς του 1989 με την δεξιά του 2020, είναι ευκαιρία να προσεγγίσουμε το «Βρώμικο ΄89» στην βασική του διάσταση, που είναι η πολιτική.
Μόνο μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να οδηγήσει σε συμπεράσματα που θα είναι χρήσιμα σήμερα και στο μέλλον.
Ο Συνασπισμός ως πολιτικό πείραμα αποτέλεσε στο ξεκίνημά του μια σημαντική ελπίδα για πολλούς (όχι μόνο για τους κομμουνιστές) και έναν ανεπίτρεπτο «ταξικό συμβιβασμό» για άλλους.
Στην πραγματικότητα, το πολιτικό πρόγραμμα του Συνασπισμού ήταν μια ελληνική εκδοχή της «αριστερής σοσιαλδημοκρατίας», κάτι που εξηγείται κυρίως από το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνταν η κομμουνιστική Αριστερά σε παγκόσμιο επίπεδο-βρισκόμασταν ήδη στην εποχή που γινόταν πλέον φανερό πως η «περεστρόικα» και η «γκλάσνοστ» δεν θα αρκούσαν για να αποτραπεί το «μοιραίο»…
Εξηγείται κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά.
Γιατί εκείνη η περίοδος θεωρήθηκε από τις ηγεσίες των δύο κομμάτων που συγκρότησαν τον Συνασπισμό και ως μια «ιστορική ευκαιρία» για την κομμουνιστική Αριστερά να πάρει το «πάνω χέρι» στην ευρύτερη προοδευτική παράταξη από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου.
Η επιδίωξη ήταν προφανώς απολύτως «νόμιμη» πολιτικά και το ΠΑΣΟΚ, στην δεύτερη τετραετία της διακυβέρνησης 1985-1989, είχε πράγματι δώσει αρκετές αφορμές για να την κάνει και εφικτή.
Φαινόμενα διαφθοράς και αλαζονείας, αλλά κυρίως η αναγκαστική στροφή στον «ρεαλισμό» στην Οικονομία, οδηγούσαν για διαφορετικούς λόγους σημαντικό μέρος των προοδευτικών πολιτών στην κριτική στάση, ακόμα και στην αποστασιοποίηση.
Ο Ανδρέας, για αντικειμενικούς και υποκειμενικούς λόγους, είχε χάσει για πρώτη φορά την πολιτική κυριαρχία.
Οι ηγέτες του Συνασπισμού όμως «διάβασαν λάθος» την συγκυρία.
Πίστεψαν πως αυτή η κατάσταση είχε διαμορφώσει ένα κενό που μπορούσαν να το καλύψουν.
Κανένα κενό δεν μπορούσαν να καλύψουν.
Γιατί η πολιτική κυριαρχία είχε περάσει ήδη στην απέναντι πλευρά, στην πλευρά των ολιγαρχικών ελίτ και στον πολιτικό εκφραστή της, την δεξιά-και ποια δεξιά!
Ο μόνος που αντιλήφθηκε τον κίνδυνο ήταν ο ίδιος ο Ανδρέας, ο οποίος πάσχισε, ακόμα και από την εντατική του Γενικού Κρατικού, να πείσει τον Φλωράκη και τον Κύρκο ότι η μόνη διέξοδος ήταν η συνεργασία των προοδευτικών δυνάμεων που θα έδινε στην «κάθαρση» ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο.
Οι ηγεσίες της κομμουνιστικής Αριστεράς προτίμησαν την εκδοχή της «κάθαρσης» που υποδείκνυαν τα ολιγαρχικά οικονομικά συμφέροντα, προτίμησαν να γίνουν… «εγγυητές» της… «θεσμικής ομαλότητας» με αρχηγό τον… Μητσοτάκη!
Γιατί μόνο «σύμμαχοι» δεν υπήρξαν στους τρεις μήνες της συγκυβέρνησης.
Υπήρξαν ουραγοί, αλλά και συνυπεύθυνοι και συμμέτοχοι σε μια από τις πιο άθλιες περιόδους της νεότερης ελληνικής Ιστορίας.
Ας επανέλθουμε για λίγο στο κείμενο της απόφασης του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ και ας θυμηθούμε τους στόχους της συγκυβέρνησης: «η διαδικασία της κάθαρσης, η δημοκρατική λειτουργία των θεσμών, η περιστολή της κομματικοποίησης του κρατικού μηχανισμού, το άνοιγμα της ραδιοτηλεόρασης…».
Από τους τέσσερις, οι δύο, η δημοκρατική λειτουργία των θεσμών και η περιστολή της κομματικοποίησης του κρατικού μηχανισμού, διαβάζονται σήμερα, με την πείρα των όσων ακολούθησαν, ως ανέκδοτο.
Οι άλλοι δύο όμως, έγιναν πράξη!
Όχι φυσικά όπως θα φανταζόταν κάθε έντιμος προοδευτικός πολίτης, αλλά όπως ακριβώς εξυπηρετούσε την δεξιά.
Η «κάθαρση» δεν έγινε πράξη στην αίθουσα του Ειδικού Δικαστηρίου, εκεί απλώς κονιορτοποιήθηκε ποινικά και ηθικά η σκευωρία που έστησαν η δεξιά, οι εκδότες, οι δημοσιογράφοι, ο υπόκοσμος των ψευδομαρτύρων κι εκείνο το άθλιο ανθρωπάκι ο Κοσκωτάς.
Η «κάθαρση» έγινε πράξη στις 29 Αυγούστου 1989, στην υψικάμινο της Χαλυβουργικής, όπου σε «πανηγυρική» ατμόσφαιρα παραδόθηκαν στην πυρά εκατομμύρια «φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων».
Παραδόθηκαν δηλαδή στην πυρά δεκαετίες Ιστορίας και ανεκτίμητης αξίας τεκμήρια του ποινικού μητρώου της δεξιάς στην Ελλάδα.
Δεν έχει καμία σημασία το γεγονός ότι πολλά ακόμα τεκμήρια και, κυρίως, η ζώσα Μνήμη εξακολουθούν να υπερασπίζονται την Αλήθεια. Σημασία έχει ο πολιτικός συμβολισμός στον οποίον συναίνεσαν-ωσάν μάλιστα κάποιος να τους είχε ορίσει «ιδιοκτήτες» της ζωής των άλλων- οι δύο κομπάρσοι του μητσοτακικού δράματος.
Αλλά δεν πραγματοποίησαν μόνο αυτή την «κάθαρση».
Έκαναν πράξη και την «δέσμευση» για το… «άνοιγμα της ραδιοτηλεόρασης».
Σε ποιους;
Μήπως στους ανθρώπους της πραγματικής ενημέρωσης;
Μήπως στους φορείς της κοινωνίας, όπως πρότεινε τότε ο Ανδρέας Παπανδρέου;
Με τον νόμο 1866/89, η συγκυβέρνηση της… «κάθαρσης» όρισε τους ιδιώτες δικαιούχους για την απόκτηση άδειας εκπομπής τηλεοπτικών προγραμμάτων:
«Μεταξύ των κριτηρίων για τη χορήγηση και ανανέωση της άδειας συνεκτιμώνται η πληρότητα και η ποιότητα του προγράμματος και η εμπειρία και παράδοση των μετόχων της εταιρείας στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ως επίσης και η ιδιότητα του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης».
Φυσικά το δεύτερο σκέλος, της τοπικής αυτοδιοίκησης, αφορούσε το ραδιόφωνο.
Το πρώτο, το σημαντικότερο, αυτό της τηλεόρασης, ήταν «κομμένο και ραμμένο» στα μέτρα των εκδοτών-αυτών που αποτέλεσαν την κινητήρια δύναμη της συκοφαντίας εναντίον του Ανδρέα γιατί αποτελούσε το εμπόδιο στην ολοκληρωτική άλωση της Πολιτικής από τα ολιγαρχικά οικονομικά συμφέροντα, δηλαδή τους ίδιους.
Μία ημέρα πριν από την… «πανηγυρική» πυρά της Χαλυβουργικής, η συγκυβέρνηση δεξιάς-κομμουνιστικής αριστεράς απένειμε την πρώτη τηλεοπτική άδεια.
Στο Mega,δηλαδή στους Χρήστο Λαμπράκη, Βαρδή Βαρδινογιάννη, Γιώργο Μπόμπολα, Κίτσο Τεγόπουλο και Αριστείδη Αλαφούζο
Και μάλιστα ,επειδή η άδεια εκείνη ήταν προσωρινή, επιστρατεύτηκε χουντικός νόμος περί «λειτουργίας πειραματικών σταθμών με σκοπό την πρόοδο της επιστήμης»….
Ακολούθησαν αργότερα, όταν πια ο πραγματικός σκοπός της «κάθαρσης» είχε επιτευχθεί, από την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο ΑΝΤ1,το STAR και ο ΣΚΑΙ και έκτοτε απολαμβάνουμε το γνωστό τηλεοπτικό τοπίο της «ενημέρωσης», της «πολυφωνίας» και της «υψηλής ψυχαγωγίας»…
Θα περίμενε κανείς πως τρεις δεκαετίες μετά από εκείνη την εποχή- για την ακρίβεια 31 ολόκληρα χρόνια- τα πολιτικά συμπεράσματα θα αποτελούσαν κοινό τόπο για το σύνολο της προοδευτικής Ελλάδας.
Τις τελευταίες ημέρες όμως, διαπιστώνουμε με έκπληξη-δυσάρεστη έκπληξη- ότι επιβιώνουν ακόμα απόψεις, νοοτροπίες και «αναγνώσεις» που αρνούνται πεισματικά να προχωρήσουν έστω και ένα λεπτό της ώρας από εκείνη την απολίτικη, βαθιά συμπλεγματική και, κυρίως, ολέθρια για τα λαΐκά στρώματα και για την προοδευτική παράταξη εμμονή στο ιστορικό λάθος.
Εδώ βρίσκεται η πολιτική σημασία του πράγματος, γιατί αφορά τις σημερινές και τις μελλοντικές εξελίξεις, αφορά την δυνατότητα της προοδευτικής παράταξης να ανασυνταχθεί, να ανασυντεθεί και να προχωρήσει με όρους μαζικής και πλειοψηφικής κοινωνικής δύναμης στην νέα ιστορική της φάση.
Αυτή η εμμονή δεν αποτελεί συμβολή στον αναγκαίο εσωτερικό διάλογο, αλλά βαρίδι που αποπροσανατολίζει, διχάζει και υπηρετεί μόνο έναν: τον πραγματικό πολιτικό αντίπαλο, την δεξιά.
Με αφορμή την σημερινή επέτειο και με το σκηνικό ενός νέου «βρώμικου΄89» να ξεδιπλώνεται… «πανηγυρικά» μπροστά στα μάτια μας, δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια, ούτε καμία δικαιολογία, για να αρνούμαστε αυτά που πλέον τα απέδειξε η Ιστορία.
Η απόφαση περιελάμβανε οκτώ σημεία, από τα οποία τα έξι ήταν απλώς ολομέτωπη επίθεση στον Ανδρέα Παπανδρέου και στο ΠΑΣΟΚ.
Το δεύτερο σημείο όμως ήταν η οριοθέτηση από την πλευρά του ΚΚΕ, των στόχων της συγκυβέρνησης με την δεξιά:
«Το ΚΚΕ εκφράζει τη συμφωνία του στη θέση του Συνασπισμού να στηρίξει κυβέρνηση ευρύτερης αποδοχής. Η κυβέρνηση αυτή, που είναι και πρέπει να μείνει ανοιχτή σ’ όλες τις πολιτικές δυνάμεις, είναι στις δοσμένες περιστάσεις η μόνη δυνατή λύση που μπορούσε να επιτευχθεί για να προωθήσει σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα τη διαδικασία της κάθαρσης, τη δημοκρατική λειτουργία των θεσμών, την περιστολή της κομματικοποίησης του κρατικού μηχανισμού, το άνοιγμα της ραδιοτηλεόρασης και να οδηγήσει, στη συνέχεια, τη χώρα σε αδιάβλητες εκλογές. Η πραγματοποίηση αυτών των στόχων είναι προϋπόθεση για ν’ απαλλαγεί η χώρα από το βραχνά των σκανδάλων, να διευκολυνθούν οι ομαλές εξελίξεις, να επικεντρωθεί η πολιτική αντιπαράθεση στα μεγάλα προβλήματα του λαού και να διαμορφωθούν ευνοϊκές συνθήκες για μια προοδευτική πορεία της χώρας».
Με αφορμή την σημερινή επέτειο των 31 χρόνων από εκείνη την ημέρα αλλά και την πρόσφατη συζήτηση που πυροδοτήθηκε από τις εντυπωσιακές ομοιότητες του εμφανίζονται στην συμπεριφορά της δεξιάς του 1989 με την δεξιά του 2020, είναι ευκαιρία να προσεγγίσουμε το «Βρώμικο ΄89» στην βασική του διάσταση, που είναι η πολιτική.
Μόνο μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να οδηγήσει σε συμπεράσματα που θα είναι χρήσιμα σήμερα και στο μέλλον.
Ο Συνασπισμός ως πολιτικό πείραμα αποτέλεσε στο ξεκίνημά του μια σημαντική ελπίδα για πολλούς (όχι μόνο για τους κομμουνιστές) και έναν ανεπίτρεπτο «ταξικό συμβιβασμό» για άλλους.
Στην πραγματικότητα, το πολιτικό πρόγραμμα του Συνασπισμού ήταν μια ελληνική εκδοχή της «αριστερής σοσιαλδημοκρατίας», κάτι που εξηγείται κυρίως από το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνταν η κομμουνιστική Αριστερά σε παγκόσμιο επίπεδο-βρισκόμασταν ήδη στην εποχή που γινόταν πλέον φανερό πως η «περεστρόικα» και η «γκλάσνοστ» δεν θα αρκούσαν για να αποτραπεί το «μοιραίο»…
Εξηγείται κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά.
Γιατί εκείνη η περίοδος θεωρήθηκε από τις ηγεσίες των δύο κομμάτων που συγκρότησαν τον Συνασπισμό και ως μια «ιστορική ευκαιρία» για την κομμουνιστική Αριστερά να πάρει το «πάνω χέρι» στην ευρύτερη προοδευτική παράταξη από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου.
Η επιδίωξη ήταν προφανώς απολύτως «νόμιμη» πολιτικά και το ΠΑΣΟΚ, στην δεύτερη τετραετία της διακυβέρνησης 1985-1989, είχε πράγματι δώσει αρκετές αφορμές για να την κάνει και εφικτή.
Φαινόμενα διαφθοράς και αλαζονείας, αλλά κυρίως η αναγκαστική στροφή στον «ρεαλισμό» στην Οικονομία, οδηγούσαν για διαφορετικούς λόγους σημαντικό μέρος των προοδευτικών πολιτών στην κριτική στάση, ακόμα και στην αποστασιοποίηση.
Ο Ανδρέας, για αντικειμενικούς και υποκειμενικούς λόγους, είχε χάσει για πρώτη φορά την πολιτική κυριαρχία.
Οι ηγέτες του Συνασπισμού όμως «διάβασαν λάθος» την συγκυρία.
Πίστεψαν πως αυτή η κατάσταση είχε διαμορφώσει ένα κενό που μπορούσαν να το καλύψουν.
Κανένα κενό δεν μπορούσαν να καλύψουν.
Γιατί η πολιτική κυριαρχία είχε περάσει ήδη στην απέναντι πλευρά, στην πλευρά των ολιγαρχικών ελίτ και στον πολιτικό εκφραστή της, την δεξιά-και ποια δεξιά!
Ο μόνος που αντιλήφθηκε τον κίνδυνο ήταν ο ίδιος ο Ανδρέας, ο οποίος πάσχισε, ακόμα και από την εντατική του Γενικού Κρατικού, να πείσει τον Φλωράκη και τον Κύρκο ότι η μόνη διέξοδος ήταν η συνεργασία των προοδευτικών δυνάμεων που θα έδινε στην «κάθαρση» ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο.
Οι ηγεσίες της κομμουνιστικής Αριστεράς προτίμησαν την εκδοχή της «κάθαρσης» που υποδείκνυαν τα ολιγαρχικά οικονομικά συμφέροντα, προτίμησαν να γίνουν… «εγγυητές» της… «θεσμικής ομαλότητας» με αρχηγό τον… Μητσοτάκη!
Γιατί μόνο «σύμμαχοι» δεν υπήρξαν στους τρεις μήνες της συγκυβέρνησης.
Υπήρξαν ουραγοί, αλλά και συνυπεύθυνοι και συμμέτοχοι σε μια από τις πιο άθλιες περιόδους της νεότερης ελληνικής Ιστορίας.
Ας επανέλθουμε για λίγο στο κείμενο της απόφασης του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ και ας θυμηθούμε τους στόχους της συγκυβέρνησης: «η διαδικασία της κάθαρσης, η δημοκρατική λειτουργία των θεσμών, η περιστολή της κομματικοποίησης του κρατικού μηχανισμού, το άνοιγμα της ραδιοτηλεόρασης…».
Από τους τέσσερις, οι δύο, η δημοκρατική λειτουργία των θεσμών και η περιστολή της κομματικοποίησης του κρατικού μηχανισμού, διαβάζονται σήμερα, με την πείρα των όσων ακολούθησαν, ως ανέκδοτο.
Οι άλλοι δύο όμως, έγιναν πράξη!
Όχι φυσικά όπως θα φανταζόταν κάθε έντιμος προοδευτικός πολίτης, αλλά όπως ακριβώς εξυπηρετούσε την δεξιά.
Η «κάθαρση» δεν έγινε πράξη στην αίθουσα του Ειδικού Δικαστηρίου, εκεί απλώς κονιορτοποιήθηκε ποινικά και ηθικά η σκευωρία που έστησαν η δεξιά, οι εκδότες, οι δημοσιογράφοι, ο υπόκοσμος των ψευδομαρτύρων κι εκείνο το άθλιο ανθρωπάκι ο Κοσκωτάς.
Η «κάθαρση» έγινε πράξη στις 29 Αυγούστου 1989, στην υψικάμινο της Χαλυβουργικής, όπου σε «πανηγυρική» ατμόσφαιρα παραδόθηκαν στην πυρά εκατομμύρια «φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων».
Παραδόθηκαν δηλαδή στην πυρά δεκαετίες Ιστορίας και ανεκτίμητης αξίας τεκμήρια του ποινικού μητρώου της δεξιάς στην Ελλάδα.
Δεν έχει καμία σημασία το γεγονός ότι πολλά ακόμα τεκμήρια και, κυρίως, η ζώσα Μνήμη εξακολουθούν να υπερασπίζονται την Αλήθεια. Σημασία έχει ο πολιτικός συμβολισμός στον οποίον συναίνεσαν-ωσάν μάλιστα κάποιος να τους είχε ορίσει «ιδιοκτήτες» της ζωής των άλλων- οι δύο κομπάρσοι του μητσοτακικού δράματος.
Αλλά δεν πραγματοποίησαν μόνο αυτή την «κάθαρση».
Έκαναν πράξη και την «δέσμευση» για το… «άνοιγμα της ραδιοτηλεόρασης».
Σε ποιους;
Μήπως στους ανθρώπους της πραγματικής ενημέρωσης;
Μήπως στους φορείς της κοινωνίας, όπως πρότεινε τότε ο Ανδρέας Παπανδρέου;
Με τον νόμο 1866/89, η συγκυβέρνηση της… «κάθαρσης» όρισε τους ιδιώτες δικαιούχους για την απόκτηση άδειας εκπομπής τηλεοπτικών προγραμμάτων:
«Μεταξύ των κριτηρίων για τη χορήγηση και ανανέωση της άδειας συνεκτιμώνται η πληρότητα και η ποιότητα του προγράμματος και η εμπειρία και παράδοση των μετόχων της εταιρείας στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ως επίσης και η ιδιότητα του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης».
Φυσικά το δεύτερο σκέλος, της τοπικής αυτοδιοίκησης, αφορούσε το ραδιόφωνο.
Το πρώτο, το σημαντικότερο, αυτό της τηλεόρασης, ήταν «κομμένο και ραμμένο» στα μέτρα των εκδοτών-αυτών που αποτέλεσαν την κινητήρια δύναμη της συκοφαντίας εναντίον του Ανδρέα γιατί αποτελούσε το εμπόδιο στην ολοκληρωτική άλωση της Πολιτικής από τα ολιγαρχικά οικονομικά συμφέροντα, δηλαδή τους ίδιους.
Μία ημέρα πριν από την… «πανηγυρική» πυρά της Χαλυβουργικής, η συγκυβέρνηση δεξιάς-κομμουνιστικής αριστεράς απένειμε την πρώτη τηλεοπτική άδεια.
Στο Mega,δηλαδή στους Χρήστο Λαμπράκη, Βαρδή Βαρδινογιάννη, Γιώργο Μπόμπολα, Κίτσο Τεγόπουλο και Αριστείδη Αλαφούζο
Και μάλιστα ,επειδή η άδεια εκείνη ήταν προσωρινή, επιστρατεύτηκε χουντικός νόμος περί «λειτουργίας πειραματικών σταθμών με σκοπό την πρόοδο της επιστήμης»….
Ακολούθησαν αργότερα, όταν πια ο πραγματικός σκοπός της «κάθαρσης» είχε επιτευχθεί, από την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο ΑΝΤ1,το STAR και ο ΣΚΑΙ και έκτοτε απολαμβάνουμε το γνωστό τηλεοπτικό τοπίο της «ενημέρωσης», της «πολυφωνίας» και της «υψηλής ψυχαγωγίας»…
Θα περίμενε κανείς πως τρεις δεκαετίες μετά από εκείνη την εποχή- για την ακρίβεια 31 ολόκληρα χρόνια- τα πολιτικά συμπεράσματα θα αποτελούσαν κοινό τόπο για το σύνολο της προοδευτικής Ελλάδας.
Τις τελευταίες ημέρες όμως, διαπιστώνουμε με έκπληξη-δυσάρεστη έκπληξη- ότι επιβιώνουν ακόμα απόψεις, νοοτροπίες και «αναγνώσεις» που αρνούνται πεισματικά να προχωρήσουν έστω και ένα λεπτό της ώρας από εκείνη την απολίτικη, βαθιά συμπλεγματική και, κυρίως, ολέθρια για τα λαΐκά στρώματα και για την προοδευτική παράταξη εμμονή στο ιστορικό λάθος.
Εδώ βρίσκεται η πολιτική σημασία του πράγματος, γιατί αφορά τις σημερινές και τις μελλοντικές εξελίξεις, αφορά την δυνατότητα της προοδευτικής παράταξης να ανασυνταχθεί, να ανασυντεθεί και να προχωρήσει με όρους μαζικής και πλειοψηφικής κοινωνικής δύναμης στην νέα ιστορική της φάση.
Αυτή η εμμονή δεν αποτελεί συμβολή στον αναγκαίο εσωτερικό διάλογο, αλλά βαρίδι που αποπροσανατολίζει, διχάζει και υπηρετεί μόνο έναν: τον πραγματικό πολιτικό αντίπαλο, την δεξιά.
Με αφορμή την σημερινή επέτειο και με το σκηνικό ενός νέου «βρώμικου΄89» να ξεδιπλώνεται… «πανηγυρικά» μπροστά στα μάτια μας, δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια, ούτε καμία δικαιολογία, για να αρνούμαστε αυτά που πλέον τα απέδειξε η Ιστορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου